Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Το λευκό στην "Σονάτα του Σεληνόφωτος" του Γιάννη Ρίτσου

 Γιάννης Ρίτσος

Η σονάτα του σεληνόφωτος
(στ.74-93)

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα, 
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω 
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου 
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα 
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι
που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων 
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ 
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα 
άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε 
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, 
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα, 
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
στη λευκότητα του σεληνόφωτος, 
πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών 
κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων, 
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, 
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, 
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα) 
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, 
σου φτάνει ο θαυμασμός σου, - 
θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν 
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων 
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα, 
άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα
προς τα πάνω ή προς τα κάτω. 
- Όχι, δε φτάνει. 
Άφησε με να έρθω μαζί σου ...

(Τέταρτη διάσταση, 1956–1972



Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει την Σονάτα, ενώ η Μαρία Χαιρογιώργου-Σιγαρά ερμηνεύει στο πιάνο το Α΄ Μέρος της Σονάτας του Σεληνόφωτος, έργο 27, αρ. 2., του Ludwig van Beethoven. Το υπό σχολιασμό απόσπασμα στο 5:13΄.


Εισαγωγικά: Βράδυ, μέσα σε ένα παρηκμασμένο αρχοντικό, γεμάτο από τις σκιές των νεκρών του, υπό το σεληνόφως, μια ηλικιωμένη (64 ετών) χήρα, μαυροντυμένη, παραληρηματικά και επίμονα επαιτεί από έναν νεαρό: «Άφησε με να έρθω μαζί σου».

        Το φεγγαρόφωτο ετερόφωτο. Ποια, άραγε είναι η αρχική πηγή φωτός; Από πού εκπορεύεται η ανάγκη της γυναίκας να μιλήσει, να επικοινωνήσει, να βρει μια διέξοδο στην ζωή, να βρει την αλήθεια της; Ανάγκη αυτογνωσίας; Ανάγκη εξισορρόπησης των αντιθέσεων που ταλανίζουν ακόμα την ύπαρξή της, ειδικά τώρα που ζει σε μια μεταβατική περίοδο τόσο της προσωπικής της ζωής όσο και της κοινωνίας;
        Ταλαντεύεται ανάμεσα στις αντίρροπες δυνάμεις του μέσα (της) και του έξω (πολιτεία): Από την μια η ίδια ένα διαταραγμένο σύμπλεγμα από όμορφα παιδικά χρόνια, φλογερή νιότη, ποιητικές επιτυχίες, αλλά και ματαιώσεις, μνήμες ζωντανών, προκαταλήψεις, απαγορεύσεις, απωθήσεις και ένα σκοτεινό παρόν, ενώ έξω η πολιτεία, φωτεινή, σύγχρονη, πολύβουη, στιβαρή, εξιδανικευμένη έως και μεταφυσική, ακριβώς γιατί κι αυτή της είναι απρόσιτη.
        Το φεγγαρόφωτο να παίζει ένα ρόλο ρευστό: Άλλοτε ως φακός διορθωτικός, παραμορφωτικός/ψευδαισθητικός: η γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά εξωραϊσμένη (με χρυσά μαλλιά), προσπαθεί να δελεάσει τον νέο, και φαντασιώνεται την ένωσή τους (αυτή με δυνατά λευκά φτερά να σμίγει με τον γαλάζιο αέρα ή να τον αποχαιρετά σε μια στιλβωμένη, νοτισμένη αμμουδιά). Κι άλλοτε ως ρεμπραντικό φως να ανατέμνει αμείλικτα τα σπλάχνα της ψυχής της (μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, / ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα που ακόμα φοβάται να την σκεπάσει με τ' άσπρο σεντόνι). Σ' αυτό το φεγγαρόφωτο πόσο διαυγές μπορεί να είναι το είδωλο ενός ζέοντος ποταμού;
        Σωσίβια ενασχόλησή της η ποίηση. Είχε εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Ποίηση και θρησκευτική πίστη ως οικογενειακή αγωγή ή υπαρξιακή ανάγκη; Δεν ξέρουμε ακριβώς. Όμως συνυπάρχουν.
        Ο Θεός (ποιητικά και προφανώς συγκαλυμμένα) της εμφανιζόταν στα νιάτα της οραματικά, ντυμένος την αχλύ και την δόξα του σεληνόφωτος και συνομιλούσε μαζί του πολλές ανοιξιάτικες νύχτες (όπως και τώρα με τον νέο). Στον αντίποδα τα αχόρταγα μάτια των ηλιοκαμένων αθλητικών αντρών και των εκστατικών εφήβων. Κι αυτή ανάμεσά τους. Νέα ακόμη, γυναίκα ξανθιά και ρόδινη, μήλο της έριδος του ενός Θεού και των πολλών χθόνιων ανδρών. Ανάμεσα στο Καλό και το Κακό; Πολιορκημένη από ουρανό και γη, πυρπολημένη από το φως του Θεού και την φωτιά των ματιών των αντρών. Ποιος θα την κερδίσει; Ποιος θα είναι ο νυμφίος; Θα επικρατήσει η σύνεση, η θρησκευτική συνείδηση, το πνεύμα ή η θέρμη του σώματος, το διονυσιακό ηφαίστειο;

        Γνώριμο δίλημμα του τραγικού ανθρώπου, που εγκλωβίστηκε σ’ αυτόν το δυισμό. Λιγοστοί οι στίχοι που αναφέρονται στον φωτεινό Θεό, στίχοι σε αντιπαλότητα με τους διπλάσιους αριθμητικά στίχους που αναφέρονται στους σαρκικούς ρωμαλέους και σκοτεινότερους άντρες. Σε ποιον θα χαρίσει τον ανθό της, σε ποιον αφιερωθεί; Το δίλημμα έξωθεν και έσωθεν. Η γυναίκα έχει μόνο μια επιλογή -ποιος μπορεί να αντιπαλέψει το άπλετο φως;- και μετά από αγωνιώδη αγώνα, αυτοθυσιάζεται, μένοντας λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζεται μες στη λευκή της φλόγα,/ στη λευκότητα του σεληνόφωτος, […] μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη […] πάναγνη και μόνη, / γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, στίχους που […] θα μένουνε/ σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο .
        Η γυναίκα στην νεότητά της επέλεξε το λευκό, την ηθική αγνότητα, υποταγμένη στο απόλυτο φως και υπερεγώ. Έχασε το υπαρξιακό της έρμα μέσα στο αφομοιωτικό φως, στο ένα, το μεταφυσικό, απόλυτο, άφατο και κυρίαρχο που απορροφά κάθε άλλο χρώμα όλες τις άλλες πολλαπλές οντότητες και στην πύρινη ενέργειά του θυσιάζεται εξαϋλωμένο πλέον το σώμα και αίμα. Η γυναίκα με σάρκα, οστά και αίμα επέλεξε το ιδεαλιστικό λευκό αδυνατώντας να βρει την προσωπική της απόχρωση του λευκού και κάηκε μέσα στο απόλυτο (;) και απόκοσμο λευκό-φως.
        Ποια η συνέχεια αυτής της επιλογής; Η γυναίκα ηλικιωμένη, με μαύρα ρούχα πλέον, αλλά με άσπρη ψυχή, εξακολουθεί να έχει την ανάγκη του έρωτα και των χρωμάτων, επαιτεί την άδεια κάποιου να την οδηγήσει στην πραγματική ζωή.
        Επέρχεται η κάθαρση στην γυναίκα με τα μαύρα; Υπάρχει κάθαρση; Η απάντηση δίνεται (;) στο ποιητικό κείμενο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: