Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Γιώργου Καφταντζή, Ωδή στα Κερδύλια


ΩΔΗ ΣΤΑ ΚΕΡΔΥΛΙΑ
Τα Κερδύλια είναι τα πρώτα χωριά που έκαψαν οι
Γερμανοί στην Ελλάδα το πρωί της Παρασκευής
17-10-1941 και σκότωσαν όλους τους άντρες τους.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Πύρινα κλαδιά τινάζουν τ’ άνθη τους
με το στερνό τραγούδι των κορυδαλλών.
Ακόμα κι αν ήταν από διαμαντόπετρες κι αν ήταν ολάνθιστα
κείτονται πια τώρα ερειπωμένα, κατάμαυρα.
Σύννεφο τα κοράκια βουτούν, ανυψώνονται
έχουν πανηγύρι.
Ώ, γη της Βισαλτίας, ώ, χώμα κυκλωμένο
ακίνητες μέρες και κίτρινους βολβούς
και κίτρινο ουρανό με σβησμένα χρώματα.

Και θρήνος γυναικών, θρήνος κίτρινος
από κίτρινο φθινόπωρο στο νερό
από κίτρινο κατράμι στις μυρτιές
από κίτρινο μίσος στο μαχαίρι.
Θρήνος γι’ αυτόν που θρηνεί και δέεται
θρήνος γι’ αυτόν που διακονεύει το ψωμί
θρήνος γι’ αυτόν που προδίνει το σύντροφο
θρήνος γι’ αυτόν που κρυμμένος καιροφυλακτεί
θρήνος γι’ αυτόν που προσκυνά τον τύραννο.

Ά, όλα τελείωσαν πια, όλα τελείωσαν
ό,τι απομένει, απομένει ασάλευτο και ποδοπατημένο.
Και αίματα, αίματα, αίματα
αφρίζουν, στεγνώνουν, αφρίζουν, στεγνώνουν
αίματα θαμπώνουν
σαν την ήρεμη στάλα, της λησμονιάς
σαν τον κοιμισμένο σπόρο του σταριού
σαν τη χειμωνιάτικη αυλή των προβάτων.

Πρέπει να κοιμηθούν οι βροχές
να υποχωρήσει ο πηλός, να σταθεί το χορτάρι
ας μείνουν έτσι τα σφαγμένα παιδιά
οι γκρεμισμένοι τοίχοι
τα ματωμένα κατώφλια
τα συντριμμένα χαμόγελα
ας μείνουν όλα έτσι, όπως είναι, απαράλλαχτα
οι γρύλλοι χωρίς φωνές, το ποτάμι χωρίς όνειρα
τα λιακωτά με τα λέπια του παγωνιού
κάτω απ’ την αυγή με τα τρισένδοξα χρώματα
κάτω απ’ το γλυκό χάδι του ανέμου
και τα μουρμουρητά της άνοιξης.


Από την ποιητική συλλογή του Γιώργου Καφταντζή, «Η μπαλάντα του φεγγαριού» (1961) < Τα ποιήματα 1940-1987, Θεσσαλονίκη 1988

Γιώργου Καφταντζή, Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)



Ευλαβικά στη μνήμη
της αδελφούλας μου
ΙΩΑΝΝΑΣ


Ο ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Υγρό, σεμνό και καθαρό
το μάτι σου το φως του ήλιου είχε ξεπεράσει
κ’ ήταν σε δίσκο αργυρό τ’ αχείλι το παιδιάστικο φρέσκο μοσχοκεράσι.

Της νιότης σου τα τρυφερά
μαγιάπριλα εμύρωναν τα γελαστά σου χρόνια
σ’ όλα πετούσες με χαρά
και στ’ άσχημα πλημμύριζαν τα μάτια σου συμπόνια.

Στοιχειόδαρτη, μεθυστική
λιγνή μου δεντρολιβανιά στην άκρη της αβύσσου
ποια σε κεραύνωσε κακή
μπόρα και τεντωθήκανε τα χάη του παραδείσου;


ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΗΣ

Σαν ήλιος φθινοπωρινός
θάμπωνε το ματάκι σου θωρώντας λυπημένο
σαν τρεμουλιάρικος φανός
καταμεσής σε πέλαγο βαθύ, τρικυμισμένο.

Τη δύναμη σου τη στερνή
τη σκόρπισες όλους φιλιά, χάδια να μας κεράσεις
όταν ψυχούλα ταπεινή
ένιωσες πως δεν έμενε καιρός να μας χορτάσεις.

Βασανισμένη μου αδερφή
παρθένα λεπτοκάματη, κρουσταλλοβραχιονάτη
πώς της αρρώστιας η κρυφή
θέρμη, σα να ‘σουν σ’ έλιωσε παραμυθιού χιονάτη;


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Έσβησε τ’ άστρο του ματιού
κι έπεσε νύχτα κι άπλωσε σκοτάδια στην καρδιά σου
κι απ’ τη μαυρίλα του σπιτιού
που ‘γινε μνήμα, χύθηκαν τα νεκρολίβανά σου.

Βλαστάρι δροσιάς ομορφιάς
τη νιότη που καθρέφτιζες στα μάτια σου με χάρη
βασίλειο μαύρης λησμονιάς
του πικροχάρου στόλισες κ’ έγινες το καμάρι.

Φτωχή παιδούλα, ερημιάς
αιώνιο δρόμο τράβηξες λευκοσαβανωμένη
κι ο βασιλιάς της καταχνιάς
στη γη του σε κατέβασε την κρυοπαγωμένη.

Άσπρα μπουμπούκια λεμονιάς
στο παγερό το μέτωπο σε φόρεσε στεφάνι
της άρνης ο παιδοφονιάς
και πήγες προίκα το κερί, το στάρι, το λιβάνι.

Βουβή νυφούλα, νεκρικά
του πόνου το συντρόφι σου κρεβάτι ανθοστρώσαν
κ’ οι Χάρες όλες νευρικά
με νάρδο και μοσχόλαδα τον ύπνο σου μυρώσαν.

Χλωμά χειλάκια σφαλιχτά
και φως στα μάτια που γλυκό βασίλεψες, ωιμένα!
Διάφανα χέρια σταυρωτά
στήθια που γλυκοσάλευαν και στέκουν πετρωμένα.


ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Η ΜΑΝΑ
Πώς τα παινέματα να πω
νύφη λουλουδοκοίμητη με πέπλο και με χάντρα;
Τα έξω μαύρα τα κοιτώ
δυο πόνοι μέσα με τσιμπούν, όχεντρα και γαλιάντρα.

Εσ’ ήσουν τόσο ντροπαλό
τις μέρες τις παρθενικές και τώρα που με μύρο
γυμνό σου πλύνουν τ’ απαλό
κι αγνό κορμί σου δεν κοιτάς, δε νοιάζεσαι τριγύρω;

Γιατί σε ντύνουνε, γιατί
βιολέτες βάζουν γύρω σου, τι σ’ έκαναν ψυχή μου;
Τι κόσμος, τι βουή ν’ αυτή;
Για ποιον γάμο παράξενο σ’ ετοίμασαν παιδί μου;

Ξύπνα να δεις πως αγκαλιές
φέρνουν οι φιλενάδες σου τα ρόδα και τα κρίνα
ολόχρυσες τριανταφυλλιές
μοιάζουν κι εσύ μάτσο ξερό τσουκνίδες κι άγρια πρίνα.

Ήσουν και συ μια λυγερή
κάποτε μυριοχάριτη γλυκούλα, μαγιοπούλα
ποιος έλπιζε να σε θωρεί
κέρινη να μου κοίτεσαι λιόκαλή μου κορούλα;

Σπέρνω με κλάμα και φιλιά
κήπους αλλόκοτους στα δυο κίτρινα μάγουλά σου
κόρη μου! Κάτω απ’ τα φιλιά
δεν άνθισαν τα κόκκινα μαγιοτριαντάφυλλά σου.

Ξεφύλλισα το μενεξέ
και το σγουρό βασιλικό, το γιασεμί, το δυόσμο
κι όλες τις γλάστρες του μπαξέ
στο χώμα τις κομμάτιασα που σ’ άρπαξε τον κόσμο.

Προσήλια πετροβυσσινιά
σμαραγδοφιλντισένια μου πριν δέσουν οι καρποί σου
άγρια σε χτύπησε χιονιά
και σάπισε τα βύσσινα κ’ έριξε το κορμί σου.

Στο πανηγύρι της καρδιάς
έσταζαν τα ματάκια σου ροδόσταμα της αγάπης
τώρα σε κάσα καρυδιάς
μου σφράγισε τους θησαυρούς ο άσπλαχνος αράπης.

Σ’ έτρεφα μέλι και δροσιά
σ’ έπλενα με τ’ ανθόνερο σ’ έλουζα με το γάλα
φαρμακερόπιοτα κρασιά
τώρα ρουφάς και κουρνιαχτό και δάκρυα στάλα, στάλα.

Τόσο σ’ αγάπησε πολύ
ο Μάης, που μαυροφόρεσε για σένανε κυρά μου
βουβό πώς είσαι το πουλί
χρυσόψαρο χωρίς νερό πώς κοίτεσαι χαρά μου;

Τ’ άσπρα ξερίζωσα μαλλιά
κ’ έδεσα τα χεράκια σου μ’ αυτά τα σταυρωμένα
ωχ, να τα πέρναγα θηλιά
να μη σας νιώθω χείλη μου σε μέλη παγωμένα.


ΜΙΑ ΓΡΙΑ
Εκεί που κίνησες να πας
αστόχαστα κι όπου κανείς δεν πήγε να γυρίσει
μη σε ξεμάθουν ν’ αγαπάς
όταν θα σε ποτίσουνε στης αρνησιάς τη βρύση.

Ήσουνα σκίρτημα λαφιού
συντριβανιού μουρμουρητό, άρωμα της μυρσίνης
παραθυράκι τ’ ουρανού
πώς άμετρο σε τύλιξε σάβανο λησμοσύνης;


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ
Σε ξενυχτώ και σε κοιτώ
σαν ψέμα, σαν απίστευτο στης σάλας το τραπέζι
δίπλα να καίει το θυμιατό
και το κερί που λύγισε και με τη σκιά σου παίζει.

Άγουρα στήθια και σφιχτά
τ’  ανείδωτα τ’  αχάιδευτα τα παραπονεμένα
στέκουν δυο σάπια, δυο ριχτά
μήλα στη γης απ’  άγρια θύελλα χτυπημένα.


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ
Παν οι κοπέλες για νερό
κι αχολογάει το γέλιο τους κρουστάλλινο, δροσάτο
κ’  εσύ το δόλιο και πικρό
σταμνί στον ώμο κουβαλάς με δάκρυα γεμάτο.

Στ’  αντρίκια στήθια τα πλατιά
γέρνουν με πόθους και γλυκεία παρθενική τρεμούλα
στην αλουλούδιαστη οχτιά
γέρνεις εσύ την κεφαλή σε χώμα μια σακούλα.


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ
Σαν το σκουλήκι στη μηλιά
μες στην καρδιά σου ο θάνατος εγέννησε τ’  αυγό του
κι ο Απριλομάης αγκαλιά
έφερε τ’ άνθη κρύβοντας την όψη στο φτερό του.

Ήσουν καντήλα, μελιχρό
έκαιγε το ροδέλαιο στα σμαλτομάγουλά σου
τώρα σβησμένη και σταυρό
μ’  άσπρα κουφέτα νυφικά κεντούν στα κόλλυβά σου.


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ
Σε ραίνω γιούλια και γαντζιές
για νάσαι γλυκομύριστη στ’ Αμίλητου τη χώρα
κι αν δεις τη Χρύσα οι νεραντζιές
μην πεις ανθούν και πως αυτός μ’  άλλη κοιμάται τώρα.

Χρύσα μου βεργολυγερή
άφησες τη μανούλα σου το νεκρανθό να τρέφει
κ’   έδυσες αυγινό μου αστρί
σαν κύκνος χάθηκες λαμπρός πίσω από μαύρα νέφη.


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ
Γαλανομέθυστο δεντρί
στάχτη κι αντάρα σκόρπισε το μυρωδάτο ανθί σου
στον πάγο αμάθητη ψυχή
που μίσησες τ’ αφτέρουγο χωμάτινο κορμί σου.

Σε ποια σπηλιά αραχνιαστή
με το σκληρό τον άντρα σου θα κάθεσαι στο γέμα
που πίνει δάκρυα κι αχνιστή
τρώγει καρδιά που ράγισε μυροβολώντας αίμα;


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ
Σου φέρνω ρόδια και ρακί
και μήλο στο χεράκι σου το κρύο σούχω βάνει
στο γιο μου να τα πας εκεί
στον πύργο του Αδάκρυτου στ’ αγέλαστο σεργιάνι.
     
Σαν κρίνο, σαν μικρό πουλί
σ’  έκαψε τ’ αγριοπάγωνο ξενοιάστηκε η καρδιά σου
όμως αλί και τρισαλί
σ’ εκείνους π’ απομείνανε να κλαιν στην κάμαρά σου.


ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ             
Αν απαντήσεις νιους και νιές
βαθιά στα κρύα τάρταρα στ’ αφώτιστο κονάκι
πες τον Απρίλη με χιονιές
κρύο τον ήλιο και κακό τον έρωτα φαρμάκι.

Κι αν σε ρωτούν μικρά παιδιά
αν είναι πλιο γλυκύτερο τ’ απάνω απ’ το σκοτάδι
μην τα ραΐσεις την καρδιά
και μαρτυρήσεις τι ζεστό που ‘ναι του ηλιού το χάδι.


Η ΤΑΦΗ

Ο λάκκος σου ο σκοτεινός
έλαμψε αγκαλιάζοντας τη σιωπηλή σου χάρη
σαν άγριος τόπος, μακρινός
που ξαφνικά απ’ το κίτρινο φωτίζεται φεγγάρι.

Σε κλαιν οι έρωτες σκυφτοί
πάνω στο μνήμα τ’ ανοιχτό, παιδούλα συμφορά σου
αμυγδαλίτσα βιαστική
μας πήρες τ’ άνθη αφήνοντας τα πικραμύγδαλά σου.


ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ

Ι

Το σπίτι μνήμα σε πενθεί
και τα πορτοπαράθυρα χορτάριασαν κι ο τοίχος
αράχλιασε και δεν ανθεί
στον κήπο λούλουδο μηδέ γροικιέται πουλιών ήχος.

Κρέμονται μαύρα, θλιβερά
τα ρούχα, τα στολίδια σου που τα ‘βρεξα στο δάκρυ
δροσιά και μόσχος μια φορά
μα τώρα σου τα σκέπασε η σκόνη σε μιαν άκρη.

Της πικροδάφνης το ζουμί
όλη τη μέρα το ρουφώ στάλα με στάλα κι όλη
τη νύχτα της ζωής καημοί
σειούνται σαν τον απήγανο στο έρημο περβόλι.

II

Στίχος και ρίμα και ρυθμός
ω, μάταιος κόπος κι αχαμνός πόθος για να σε ζήσω!
Λυώνεις, αλάλητος καημός
κυπαρισσόκορμη ποτέ που δε θα σ’ αντικρύσω.

Τον ήχο τον πραγματικό
δε βρίσκω της φωνής σου πια και μες στη φαντασία
μέρα τη μέρα το γλυκό
χάδι σ’ αγγίζει πιο θολή, πιο μακρινή οπτασία.

Χρώματα, μύρα και χυμοί
τριαντάφυλλο το εντάφιό σου αίμα ευωδιάζει
εσύ ‘σαι το πικρό ψωμί
εσύ και το λιαστό κρασί που το τραπέζι αγιάζει.

Από την ποιητική συλλογή του Γιώργου Καφτανζή, Τα ποιήματα 1940-1987, Θεσσαλονίκη 1988

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Ευχές εαρινές


Άραγε,
θα ανθίσουν και φέτος οι πασχαλιές;
Θα γελάσει το μωβ στο φως;
Και το γλυκύ έαρ
θα παρασύρει τον μικρό Απρίλη
στην ιερή δίνη;