Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Μουράτης Κοροσιάδης, Ο άλλος

 

Μουράτης Κοροσιάδης

 

Ο άλλος

 

Έπρεπε να βιαστεί. Σε λίγο θα έρχονταν να τον πάρουν. Δεν είχε, βέβαια, και πολλή διάθεση. Αλλά τι να γίνει; Τους είχε αποφύγει αρκετές φορές. Δεν είχε πια άλλες προφάσεις. Αυτήν τη φορά τού το ξεκαθάρισαν. Θα τον έπαιρναν με το ζόρι μαζί τους.

Αυτός προτιμούσε τη μοναχική ζωή. Δουλειά, σπίτι. Τα είχε όλα τακτοποιημένα μέσα του. Ήξερε πως έκανε το σωστό. Πάντα έκανε το σωστό. Και πάντα το ήξερε. Ήξερε και να κρύβεται καλά, όταν έκανε το λάθος. Και να πείθει ότι αυτό ήταν το σωστό. Τουλάχιστον για τον εαυτό του.

Τώρα, όμως, έπρεπε να βιαστεί. Δεν ήθελε να τον περιμέ­νουν. Πάντα σκεφτόταν τους άλλους.

Μπήκε στο μπάνιο για να χτενιστεί, αλλά είδε πως τα γένια του είχαν μεγαλώσει. Ήθελε ξύρισμα. Άναψε το φως για να βλέπει καλύτερα. Σε δυο λεπτά είχε τελειώσει. Ξεπλύθηκε από τον αφρό, σκουπίστηκε και έκανε να φύγει, όταν η ματιά του έπεσε στο μαύρο ντουλαπάκι στ’ αριστερά. Σ’ αυτό, με το τζαμένιο θαμπό πορτάκι. Του φάνηκε σκοτεινό. Και μαύρο. Δεν το είχε προσέξει τόσο καιρό. Κάποτε ξεχώριζαν από μέσα χρωματιστά κουτάκια, μπουκαλάκια, βαζάκια, και ήταν τόσα πολλά που συνεχώς δια­μαρτυρόταν· δεν είχε χώρο ούτε για μια δική του οδοντόβουρτσα.

Άνοιξε διατακτικά το πορτάκι. Και τα τρία ραφάκια άδεια. Κενά. Το μαύρο δέσποζε παντού. Ούτε ένα χρωματιστό χαρ­τάκι. Ούτε μια ετικέτα. Κάτι, τέλος πάντων, που να σπάει τη μονοτονία του μαύρου. Δεν άντεξε στη θέα. Τράβηξε το βλέμμα του με σφιγμένη την καρδιά. Κοίταξε στον καθρέφτη και είδε τον εαυτό του να τον κοιτά. Άραγε η καρδιά του ειδώλου να σφί­χτηκε και αυτή; αναρωτήθηκε. Πήρε το βλέμμα του κι από εκεί και το βύθισε ξανά στη μαύρη θάλασσα που ανοιγόταν μπροστά του. «Πώς μπόρεσε να χωρέσει μια ολόκληρη θάλασσα μέσα σ’ ένα άδειο ντουλαπάκι μπάνιου;» μονολόγησε.

«Το κενό θα φέρει το καινό. Πάντα έτσι γίνεται» είπε, προσπαθώντας να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας και ενθουσι­ασμού. «Το μαύρο δεν είναι απαραίτητα κακό. Εξάλλου και το χρυσόμαλλο δέρας από μια Μαύρη Θάλασσα το έφερε ο Ιάσονας. Και τη Μήδεια. Με τα μαύρα μάτια και τα μαύρα μαλλιά» πρόσθεσε χαμογελώντας αυτάρεσκα και με νόημα, συνεχίζοντας να κοιτά τον καθρέφτη.

Πρόσεξε, όμως, πως χαμογελούσε μόνο αυτός. Το είδωλό του τον κοιτούσε ανέκφραστο στα μάτια. Σαν να ήταν κάποιος άλλος που δεν άκουγε τις σκέψεις του. Τρόμαξε. Έκανε να φύγει. Με την άκρη του ματιού είδε πως το είδωλο έμεινε στη θέση του. Δεν το παρέσυρε η δική του φυγή. Δεν τράπηκε και αυτό σε φυγή. Έμεινε εκεί. Να αντιμετωπίσει το κενό. Και το μαύρο.

Γύρισε πίσω διστακτικά. Τόσο θάρρος το είχε. Στάθηκε απέναντι και το κοιτούσε. Όχι το κενό. Ούτε το μαύρο. Το είδωλο του. Σιγά σιγά το συνήθισε. Πρώτη φορά το κοίταξε με τόση προσοχή. Οι ώμοι έγερναν. Τα μαλλιά αραίωναν. Τα μάτια είχαν μαύρους κύκλους. Προδίνουν την ηλικία οι κύκλοι οτα μάτια, σκέφτηκε. Σαν τα δέντρα. Οι ξυλοκόποι το ξέρουν· όταν τα κόβουν, μετρούν την ηλικία τους από τους κύκλους που έχουν στον κορμό τους.

«Και σε σένα, οι κύκλοι στα μάτια σου προδίνουν την ηλικία σου. Τα χρόνια σου. Την ηλικία και τα χρόνια της προ­δοσίας σου» του είπε το είδωλο.

Του μίλησε ήσυχα. Ψιθυριστά. Δεν τον μάλωσε. Ούτε τον τρόμαξε. Τον έκανε μόνο να τους παρατηρήσει με μεγαλύτερη προσοχή. Ήταν πολλοί οι κύκλοι. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Τόσο κοντά, που έδιναν την εντύπωση πως είναι ένας. Σαν όλες τις μικρές καθημερινές προδοσίες, η μια δίπλα στην άλλη. Μικρά, μικροσκοπικά αγγεία που συνεισφέρουν και σχηματί­ζουν τη μεγάλη αρτηρία της προδοσίας, που, αφού οξυγονωθεί από το ψέμα, ταξιδεύει και μολύνει τα πάντα. Τα μάτια, τα δάχτυλα, τα χείλη, τη σκέψη. Αξεδιάλυτα.

«Όχι, δεν είναι έτσι» του απάντησε. «Εδώ πρόκειται για δέντρα. Και εγώ δεν είμαι δέντρο. Εκτός και αν εσύ είσαι ξυλοκόπος» είπε κυνικά.

«Όχι, εγώ είμαι εμπρηστής δασών» του απάντησε το είδωλο κοφτά.

Συμμαζεύτηκε λιγάκι. Έκοψε την ειρωνεία. Το είδωλο δεν είχε διάθεση για αστεία. Τον κοιτούσε στα μάτια. Πώς και δεν το είχε προσέξει τόσο καιρό; Δεν του είχε χαρίσει ούτε μια ματιά.

Και δεν ήταν το μόνο που δεν έβλεπε. Ούτε ο μόνος στον οποίον δεν είχε χαρίσει μια ματιά. Στην καθημερινή του ζωή, χρόνια τώρα. κοίταγε αλλά δεν έβλεπε τον κόπο της στην κου­ζίνα, την εξουθένωσή της από το οκτάωρο, την έννοια της για τα παιδιά. Έβλεπε τον κόσμο πάνω από τους ώμους της. Για χρόνια το βλέμμα του δεν μπλέχτηκε στα μαλλιά της. Ούτε και χάιδεψε τους θλιμμένους της ώμους.

Έκλεισε βιαστικά το σημειωματάριο των ενοχών. Και άνοιξε αποφασιστικά τον τόμο της βεβαιότητας.

«Ξέρεις» του είπε «μια και μιλάμε για δέντρα, να σου πω και κάτι που σίγουρα δεν θα το ξέρεις. Υπάρχουν πίθηκοι που ποτέ δεν αφήνουν ένα κλαδί αν δεν πιάσουν το επόμενο. Το ήξερες αυτό;»

«Ναι» του απάντησε το είδωλο. «Το ήξερα. Οι περισσό­τεροι, όμως, πηδούν από δέντρο σε δέντρο. Και αν δεν υπο­λογίσουν σωστά την απόσταση, από κάτω τούς περιμένει η λεοπάρδαλη. Εσύ το ήξερες αυτό;»

Δεν μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι. Αυτός ποτέ δεν κινδύνεψε να πέσει από ψηλά. Δεν είχε ούτε μια αμυχή από πτώση. Ούτε λόγος, λοιπόν, για λεοπάρδαλη. Ποτέ δεν αφέθηκε πραγμα­τικά στο κενό. Μόνο στα λόγια. Και αυτά τα πρόσεχε. Γι’ αυτό και δεν είχαν κενά. Όλα ήταν μια αλυσίδα ψεύδους. Και ένα τεράστιο κενό αλήθειας. Ωστόσο, ποιος θα μπορούσε να το δει ή να το διακρίνει; Ήταν άσος στην απόκρυψη και στους ελιγμούς.

Τώρα, όμως, ένιωσε να πέφτει από ψηλά. Και οι νόμοι της πτώσης είναι αδυσώπητοι. Είτε πρόκειται για επιταχυνό­μενη είτε για σταθερή. Ακόμη και στην επιβραδυνόμενη. Το αίσθημα του μετεωρισμού είναι το ίδιο. Και κανείς, πια, δεν νοιαζόταν για τη ζάλη του. Ούτε καν το είδωλό του. Οι κύκλοι στα μάτια του πλήθαιναν. Ομόκεντροι, παράκεντροι, τεμνόμενοι, ελλείψεις.

Ναι, σκέφτηκε. Υπέφερε από έλλειψη. Σε χαμόγελο και κατανόηση. Σε χαρά. Έλλειψη ευτυχίας ήταν η διά­γνωση. Όπως λέμε έλλειψη ασβεστίου. Ή σιδήρου. Και η μια γραμμή να διαδέχεται την άλλη. Στο μέτωπο, στα μάτια. Η μια πιο βαθιά από την άλλη. Και η βαθύτερη στην καρδιά της.

`Εδώ δεν πρόκειται για οστεοπόρωση. Ούτε για σκοτο­δίνη. Αλλά για μια αιώνια δίνη, που σε κάθε της περιστροφή σού φωνάζει απελπισμένα «η αγάπη μακροθυμεί, η αγάπη ου ζηλοί, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Σ’ το φωνάζει φτύνοντάς σε.

Τα γηρατειά ήρθαν νωρίτερα γι’ αυτήν. Η όραση θόλωσε απ’ την προσμονή. Η ακοή απ’ τη σιωπή. Τα χέρια κουράστη­καν να μένουν απλωμένα. Έζησε μαζί του πολλά χρόνια νεκρή. Ώσπου, στο τέλος, αποφάσισε να αναληφθεί στους ουρανούς μιας άλλης αγκαλιάς.

Ούτε και αυτό της το συγχώρεσε. Τον άφηνε χωρίς τροφή. Είχε μάθει να τρέφεται από τις σάρκες της. Από τις σάρκες μιας νεκρής. Ζούσε αντί πινακίου νεκρής.

Αυτά σκεφτόταν. Αλλά, το είδωλο δεν ηρεμούσε. Δεν τον πίστευε. Υποψιαζόταν έναν ακόμη ελιγμό. Γιατί πάντα ήξερε να διχάζει τον εαυτό του. Το ένα του μισό να εξαπατά το άλλο. Προχώρησε, λοιπόν, προς στο τελειωτικό του χτύπημα. Το μοιραίο. Ίσως και για τους δυο.

«Αναρωτήθηκες ποτέ σου» είπε το είδωλο «αν θα προτιμούσε ο Προμηθέας να τον φάει, μια και καλή, μια λεοπάρδαλη αντί να του κατατρώει καθημερινά το συκώτι ο γύπας; Είναι πιο έντιμος αυτός ο θάνατος, ξέρεις. Πιο αξιοπρεπής. Όλοι γνωρίζουμε τι κυνηγός είναι η λεοπάρ­δαλη. Και ένας θάνατος από αυτήν είναι σχεδόν τιμή. Ο γύπας και η ύαινα, όπως ξέρεις, είναι διαφορετικά ζώα» συνέχισε το είδωλο. «Όμως έχουν κάτι κοινό. Έχουν την ίδια προτίμηση. Τρώνε τις σάρκες των νεκρών. Ανθρώπων, στην προκειμένη περίπτωση».

Πριν τελειώσει καλά καλά τη φράση του το είδωλο, δέχτηκε μια γροθιά στο πρόσωπο. Κάτω από το μάτι του· σ’ αυτό με τους μαύρους κύκλους. Ο καθρέφτης έσπασε και το αίμα άρχισε να ρέει άφθονο. Χωρίς ενοχές. Λες και άνοιξαν οι περιφέρειες όλων των κύκλων. Των ομόκεντρων, των παράκε­ντρων, των τεμνόμενων, των ελλείψεων. Κυρίως αυτών. Και το μαύρο αίμα τους, μαζί με τις μαύρες σκέψεις τους, έρρεαν προς τα εκεί που ήταν η θέση τους. Στους υπονόμους.

 

Μάταια κόρναραν οι φίλοι του έξω στην αυλή. Μπήκαν στο σπίτι. Τον βρήκαν μες στα αίματα και τα δάκρυα. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Φτηνά τη γλίτωσε. Έξι ράμματα στον δεξιό καρπό. Δεν είχε χάσει πολύ αίμα. Ήταν, όμως, αρκετό για να χλωμιάσει.

«Ρε μπαγλαμά» του είπαν οι φίλοι του «πάλι τυχερός ήσουν. Με την αιμορραγία έφυγαν και οι μαύροι κύκλοι από τα μάτια σου. Έφυγε το τρελό το αίμα».

«Το μαύρο αίμα έφυγε, το μαύρο» τους απάντησε πικρά.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

1922: Η τραγωδία του Ελληνισμού

Για τα 70 χρόνια από Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 το Ελληνικό Γυμνάσιο και Λύκειο Dortmund διοργάνωσαν Εκδήλωση-Ημερίδα Μνήμης στις 13 Δεκεμβρίου 1992 με την συμμετοχή μαθητών και καθηγητών.


1. Χαιρετισμός από τον Διευθυντή του Λυκείου (Ι. Νικολαΐδη) και τον Γενικό Πρόξενο του Dortmund (Γ. Χριστοφή)



Μικρασιατικός Πόλεμος

2. Διεθνή αίτια του Μικρασιατικού Πολέμου. Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων


3. Αίτια του Μικρασιατικού Πολέμου στην Ελλάδα. Η οικονομία της Ελλάδας. Μεγάλη Ιδέα. Εθνότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ποντιακός Ελληνισμός. Εθνικός Διχασμός.



4. Διπλωματία. Κεμάλ Ατατούρκ. Ο ελληνικός στρατός στην Μ. Ασία. Αίτια της καταστροφής. Συνέπειες της καταστροφής. Επαναστατική κυβέρνηση 1922 


5. Η Δίκη των εξ: από τον φιλόλογο Αθανάσιο Κορομπόκη


6. Πολιτισμικές συνέπειες. Διπλωματία. Προσφυγισμός. 


7. Η ένταξη και προσφορά των προσφύγων: από τον φιλόλογο Ευάγγελο Κυριάκη



8. Ο Μικρασιατικός Πόλεμος στη νεοελληνική λογοτεχνία-1: από το Ελληνικό Γυμνάσιο Dortmund. Εισαγωγή: από την Διευθύντρια κ. Ηρώ Αργυράκη. Μαθητές διαβάζουν αποσπάσματα σχετικών λογοτεχνικών έργων.




9. Ο Μικρασιατικός Πόλεμος στη νεοελληνική λογοτεχνία-2: από το Ελληνικό Γυμνάσιο Dortmund. Μαθητές διαβάζουν αποσπάσματα σχετικών λογοτεχνικών έργων.




10. 1922: Η τραγωδία του Ελληνισμού: από τον φιλόλογο Γιώργο Αποστολίδη