Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Μνήμη Οδυσσέα Ελύτη

Από το βιβλίο Οδυσσέας Ελύτης με εικαστικά του ποιητή (Άνδρος 1992) σε επιμέλεια Ιουλίτας Ηλιοπούλου

Χρήσιμοι ιστοχώροι

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Μνήμη Γιώργου Καφταντζή



ΑΝ ΈΛΕΙΠΕ

Ο τόπος πολυσύχναστος αιφνίδια ερημώνει
κι  ο χρόνος άρχισε  αμέσως να γυμνώνει
το κόκαλο απ’ το κρέας, το κρέας  απ’  το  ρούχο.
Γαλήνιος φεύγει, αυτάρκης, ασφαλής
ίσως να ήταν κι ελεύθερος ακόμη
αν έλειπε απ’ τη  μέση
εκείνο το γνωστό «τα πάντα ρει».



ΟΙ ΝΈΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ

Οι νέοι πολεμιστές θριαμβικά κινούν
πίσω από σημαίες και φανφάρες
μοιάζουν μ’ ένα κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς
που έχει παγώσει κι όλας.



ΚΟΣΜΟΣ

Ο χοντρός κατάπινε φλόγες και σπαθιά
ο ψηλός έβγαζε  απ’ το καπέλο του κουνέλια.
Τότε ένα παιδί κουτσό
που κρατούσε  μια ποντικοπαγίδα
άρχισε να φωνάζει τρέχοντας λοξά.
Τι κόσμος είναι αυτός πατέρα!
Γύρισε ο πατέρας, κοίταξε απορεμένος το παιδί.
Δεν είναι κόσμος, είπε. Τίποτα δεν είναι.



ΠΑΡΆΠΟΝΟ

Τότε που  ήμουν νέα  και  δυνατή
που είχα μαργαριταρένια μάτια, χείλια της  βροχής
φορούσα χρυσοκίτρινα χτενάκια
με γαλάζια ζαφείρια στα  μαλλιά
και μύριζα σαν τριαντάφυλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης
γιατί δε σταθήκατε  στο πλάι μου σύντροφοι!
Γιατί τους αφήσατε να  με τσακίσουν!

Τώρα σύντροφοι και φονιάδες μου
γέροι σακατεμένοι απ’ τον καιρό εσείς
χωρίς βλέφαρα και δόντια, πορεύεστε όπως όπως,
και γω στης Άγιας Ευαγγελίστριας το νεκροταφείο
μ’ όλο το χώμα της γης απάνω μου.
Τουλάχιστο δε γέρασα ποτέ
το μόνο καλό -αθέλητα- που μου κάνατε.



ΠΕΡΙΤΤΗ ΠΡΟΦΎΛΑΞΉ

Πίσω μας το πηγάδι της αυγής
το στεγνό ποτάμι,  ο τυφλός ερωδιός
στον κήπο το σπασμένο άγαλμα.
Ζέφυρος βαλσαμωμένος παραμέριζε
μαραμένα ηλιοτρόπια και πυράκανθους.
Είδαμε τότε πεθαμένους
κρατούσαν από  μια ομπρέλα κίτρινη
έγλυφαν ανύπαρκτες κερήθρες
ρουφούσαν άδεια καύκαλα
μασούσαν φαγωμένους σπόρους
αποφεύγοντας επιμελώς ν’ αγγίξουν
το τυρί στις ποντικοπαγίδες
και τα δηλητηριασμένα δολώματα για τους λύκους.



ΤΟΝ ΚΑΙΡΌ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ

Ήξερα κάποιον τον καιρό της ήττας
που δεν τον είχαν ολότελα ξεκάνει. Μάριο τον έλεγαν.
Ήταν φασκιωμένος από γκρίζο φόβο
έφεγγε αμυδρά σαν καμένος κήπος
έβγαζε μαύρο αίμα, μαύρο ακατοίκητο
κ' έπαιζε οκαρίνα, ένα διαβολεμένο όργανο
που ανοιγόκλεινε την ψυχή
σαν τη μαγική ουρά του παγονιού.
Συχνά έλεγε, πως χαρά δίνει μοναχά
ό,τι μοιραζόμαστε με τους άλλους.
Γι' αυτό όταν συναντούσε στο δρόμο κουτσά παιδιά
— κ' ήταν πολλά μετά τον πόλεμο
που βάδιζαν και ταλάντευαν τη γη —
έκαμνε και κείνος μπροστά τους πως κουτσαίνει
λες κ' ήθελε να πηδήσει έξω απ' τη λύπη.
Δεν είχε λόγο να λυπάται τόσο
και μάλιστα σε μια τέτοια εποχή κανιβαλική
να προσποιείται τον κουτσό και να λυπάται
κ' ύστερα να κλείνεται στον εαυτό του
σαν σπίτι που πέφτει από σεισμό.

Γιώργος Καφταντζής, Τα Παραλειπόμενα, 1985




Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Οδυσσέας Ελύτης, Ρήμα το σκοτεινόν


ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ

Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά
    καιρούς
Μέσ’ απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
    κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
    μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
    πεθαμένους να κατατρομάξεις

Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
    κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν·
    "αιώνιο" δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου
    θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Ας είναι

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Να γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
    ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
    τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες. Αλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

Οδυσσέας Ελύτης, Tα Eλεγεία της Oξώπετρας (1991)