Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

 

Τι αφέλεια !

 

Δεν άντεχες το φως του

Σε εξομοίωνε με τ’ άλλα άσπρα

Εσύ προτίμησες

ως μαύρο πρόβατο

να αποχτήσεις το δικό σου φως

 

Σέρρες, 24/1/2021

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Jabès Edmond, [Ας γίνουν όλα λευκά για να γεννηθεί το φως.]

 Edmond Jabès


Ας γίνουν όλα λευκά για να γεννηθεί το φως.  

Λευκός, ο ψίθυρος.
Λευκό, το πέταλο.
Λευκή, η αναχώρηση.
Λευκή, η εξάλειψη.  

Τόσες αποχρώσεις μέσα στο λευκό!
Από το παγωμένο λευκό της βουνοκορφής
στο θερμό λευκό της σελίδας

που ανήκει στο όνομά Του.


(Le livre des marges, 1984, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός)





Μια ανάγνωση


Ζητούμενο, σκοπός απώτερος, είναι το φως.

Αυτομάτως γίνεται σύναψη με το βιβλικό καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς

Υπάρχει ποιητικό αίτιο στην γέννηση του φωτός και ποιο είναι;

Και τι σημαίνει φως;


Για να γεννηθεί το φως, μας λέει το ποιητικό υποκείμενο, ας γίνουν, πρώτα, όλα λευκά.

Πώς άραγε εννοεί το "λευκά¨ και ποια "όλα";

Αυτή η εμψυχωτική ευχή, προσταγή μας βάζει σε σκέψεις. Φυσικά και δεν ξέρουμε τις προθέσεις του ποιητή, αλλά ας δούμε τι ακριβώς μας λέει:


Λευκός, ο ψίθυρος.
Λευκό, το πέταλο.
Λευκή, η αναχώρηση.
Λευκή, η εξάλειψη. 

Στην τετράστιχη αυτή στροφή (σε ορθή πλέον γραφή) θαρρώ μας δίνει το κλειδί:

Λευκός να γίνει ο ψίθυρος (χαμηλόφωνη ομιλία, συνομιλία)

Λευκό να γίνει το πέταλο (φαντάζομαι το φυλαχτό για καλοτυχία και προστασία)

Λευκή να γίνει η αναχώρηση (κάποιος φεύγει: για πού)

Λευκή η εξάλειψη (εξαφάνιση, η κατάργηση ποιου και γιατί;).

Υπάρχει μια αποκλιμάκωση από τον χαμηλόφωνο ψίθυρο προς το μηδέν.

Κι όλα αυτά να γίνουν λευκά. Δηλαδή; Φαντάζομαι πως ζητά να επικαλυφθούν οι εντάσεις (στις αισθήσεις, στις προσμονές, στα συναισθήματα, στην απώλεια) από το λευκό πέπλο μιας ισορροπίας γαλήνιας. Όπου όλα θα υπάρχουν μεν, αλλά θα είναι σκεπασμένα από το λευκό ή λευκασμένα. Όπου οι σκιές και η πολυχρωμία θα αμβλυνθούν, οι όγκοι θα εξομαλυνθούν, κι όλος ο κόσμος θα ξαναγίνει λευκός καμβάς. Ακούγεται κατηγορηματικός, προστακτικός ο λόγος. Ως συνθήκη αναγκαία για την μετάβαση σε ένα άλλο επίπεδο. Ποιο; Αυτή η λευκή απλότητα και απαλότητα θα οδηγήσει μήπως στην ανυπαρξία, στο μηδέν;


Το ποιητικό υποκείμενο παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει, ξανά σε πλάγια γραφή, από το σημείο που έκλεισε τον πρώτο στίχο.

Τόσες αποχρώσεις μέσα στο λευκό! 

Από το παγωμένο λευκό της βουνοκορφής 

στο θερμό λευκό της σελίδας 

που ανήκει στο όνομά Του.

Η γκάμα των λευκών αποχρώσεων τεράστια, ασύλληπτη. Το λευκό είναι έννοια απόλυτη, Ιδέα. Και αυτό το λευκό χωρά την απειρία των ειδών του, συνίσταται από την απειρία των ειδών του. Δεν υπάρχει ένα λευκό κι όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο δεν έχει ίσως αναπτύξει την ευαισθησία του ψυχικού του φιλμ στο φως. Δεν έχει ίσως μείνει μόνος με ανοιχτές και επί μακρόν τις αισθήσεις και την ψυχή να παρατηρεί το άπειρο των  αποχρώσεων του κόσμου γύρω. Από τις ψυχρές λευκές χιονοσκέπαστες βουνοκορφές μέχρι τις μεταφορικά λευκές θερμές σελίδες ενός σημειωματάριου, ενός τετραδίου. Θερμές γιατί; Επειδή εκεί σφύζει από ζωή μια νέα ζωή, που μόλις γεννιέται.

Και ποιος ο γεννήτορας; Αυτός που εγγράφει στο λευκό χαρτί ξανά τον κόσμο. Ο δημιουργός, ποιητής.

Το κεφαλαίο "Τ" φανερώνει την ιδεολογία του ποιητικού υποκειμένου. Θεωρεί ευλογημένο όποιον μπορεί μετουσιώνει τον κόσμο σε κάτι νέο που φέρει την δημιουργική πνοή του.


Το ποίημα, κατά την γνώμη μου, μας παίρνει από το χέρι για να μας δείξει με έναν τρόπο μυστικό την ποιητική διεργασία, και να δοξάσει τον δημιουργό ποιητή. Οι αναβαθμοί αυτής της πορείας είναι: ερεθίσματα-παρατήρηση-αφομοίωση-σιωπή-αναχωρητισμός-εσωτερικός καθαρμός-λεύκανση του καμβά-δημιουργία ή αναγέννηση ενός νέου κόσμου. Το νέο φως.

Να γιατί από την αρχή σχεδόν προφητικά μας παρακινούσε:

Ας γίνουν όλα λευκά για να γεννηθεί το φως. 


Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ την ανάλυση, βρίσκοντας αναλογίες σε πολλά φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα. Και φυσικά, κάποιος άλλος θα μπορούσε να δει διαφορετικά το ποίημα του E. Jabès. Όχι μόνο είναι θεμιτό, αλλά και επιβεβλημένο, διότι άπειρες οι αποχρώσεις του λευκού.



Edmond Jabès (1912-1991), κ. Χάρη Βλαβιανέ, σας ευχαριστούμε για τον εμπνευσμένο σας λόγο.


Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

“Ποιητικό” project

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ένα πρωτότυπο “Ποιητικό” project με όχημα την ποίηση, 

σχεδιασμένο και συντονισμένο από τον Γιώργο Αποστολίδη

με την υποστήριξη του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Σερρών. 


Όχι, δεν θα είναι ομιλία, διάλεξη, λογοτεχνική παρουσίαση.

Δεν θα έχει ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά ούτε θα μας επισκεφτεί κάποια αυθεντία.

Όμως ο ποιητικός λόγος θα είναι παρών (συνοδεία άλλων τεχνών).


Ποιος, πού, πότε; τι, πώς; γιατί; και λοιπά ερωτηματικά

Η απάντηση είναι: - Εμείς που θα είμαστε εκεί.

Στην διαδικτυακή παρέα του Ζοοm (“Ποιητικό” project).

Σε ένα κύκλο 7 (;) εβδομαδιαίων συναντήσεων, ξεκινώντας από την Τετάρτη, 13 Ιανουαρίου 2021, στις 7μμ.

Όπου με αφορμή 2-3 ποιήματα που θα φέρει ο συντονιστής θα μιλάμε γι’ αυτά, όπως και για το εκάστοτε θέμα. Θα ξεκινήσουμε με την έννοια: “λευκό”.

Επιπλέον, ο καθένας θα συμβάλλει στην δυναμική της παρέας με τον δικό του τρόπο (βλ παρακάτω τις προϋποθέσεις συμμετοχής).

Αυτά προς το παρόν. Tα άλλα στο δωμάτιο του Zoom.


Όσοι, λοιπόν, έχετε διάθεση ποιητική και παιγνιώδη προσέλθετε!

 

Γιατί είναι ανάγκη να βλεπόμαστε και να συζητάμε και να περνάμε όμορφα.


4 προϋποθέσεις συμμετοχής 

  1. Δήλωση συμμετοχής με ένα απλό mail στον Γ. Αποστολίδη (gar.apost@gmail.com), όπου θα αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και το προσωπικό σας mail. Καλό είναι η παρέα μας να μην είναι πολύ μεγάλη, οπότε θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.

  2. Κάμερα και μικρόφωνο για την διαδικτυακή συνάντηση. Δεν γίνεται να μην έχουμε οπτική και ακουστική επαφή μεταξύ μας.

  3. Ένα ποίημα, στροφή, στίχους της επιλογής σας που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με το θέμα της εβδομάδας (στην πρώτη μας συνάντηση θέμα είναι το “λευκό”).

  4. Θετική ενέργεια, σεβασμός και συμμετοχικότητα.



Ανεπίδοτο

 

Ανεπίδοτο

 

            Αμάν έκανε να περάσει η Πρωτοχρονιά, να έρθουν τα Φώτα, να περάσουν κι αυτά, για να αποκαθηλώσει τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Εδώ της κάθονταν!

Ήρθαν τα Φώτα. Πέρασαν. Ήρθε του Άη Γιαννιού. Εφτά το πρωί μαζί με τον Εθνικό Ύμνο στο Τρίτο, έκανε καφέ, έβαλε στο πιάτο κι ένα κομμάτι ξεραμένη πια βασιλόπιτα και στρώθηκε στην δουλειά.

Άπλωσε τα κουτιά των στολιδιών και του δέντρου στο σαλόνι, έφερε όλο το ρολό κουζίνας, σπάγκο και ό,τι φυσαλιδωτό νάιλον μπόρεσε να ξετρυπώσει.

Ρούφηξε μια γουλιά καφέ και κόντρα στις συμφωνικές μουσικές του Τρίτου κατευθύνθηκε σχεδόν χαιρέκακα στο δέντρο. Άναψε τα εμμονικά φασαριόζικα λαμπάκια για τελευταία φορά με την ελπίδα (;) να έχουν καεί και να απαλλαγεί απ’ αυτά ή μάλλον για να έχει άλλοθι με το καζάνι που μέσα της έβραζε.

Πρώτα πήρε την φάτνη, την δίπλωσε προσεκτικά κι ύστερα έβγαλε το φωτεινό αστέρι από την κορυφή. Το απίθωσε στο κουτί του μάλλον άτσαλα και επέστρεψε στο δέντρο. Άρχισε να αφαιρεί μάλλον νευρικά και με σπουδή όλες τις άθραυστες κόκκινες κομπάρσες μπάλες και να τις ψιλοπετά σ’ ένα άλλο βαθύτερο κουτί. Έριξε μια τελευταία ματιά στο δέντρο. Δεν είχε ξεχάσει καμιά. Παίρνει την φαρδιά χαρτοταινία και το κλείνει. Να γράψει «κόκκινες μπάλες» ήταν περιττό. Τριάντα οχτώ χρόνια τώρα το ίδιο κουτί! 

Σειρά είχαν τα ξύλινα και τα μεταλλικά στολίδια. Εύκολα κι αυτά, υπάκουα, χάθηκαν γρήγορα στο σκοτάδι ενός άλλου με γερμανικά γράμματα vintage μεταλλικού κουτιού.

Ήρθε η ώρα για τα πιο εντυπωσιακά στολίδια: μπάλες, άλλες από λεπτό γυαλί, διάφανο ή χρωματιστό, άλλες χειροποίητες με διάκοσμο (με τις ώρες να τις χαζεύεις), κάποιες χρυσές, λίγες ασημένιες, αρκετές μπλε (το αγαπημένο της χρώμα), κάποιες χιονένιες, μερικές διάτρητες. Ήταν πολλές και σε διαφορετικά μεγέθη. Κι ανάμεσά τους ένα δάκρυ (που δεν μπορούσες να το προσπεράσεις), ένα πολύχρωμο αερόστατο, ένας σταλαγμίτης σαν διαμάντι να αλλάζει χρώματα και να σκορπά ανταύγειες ανάλογα με το φως των λαμπιονιών, τρία γυάλινα αγγελούδια που αιωρούνταν στο παραμικρό ρεύμα αέρα, κι εκείνη η μπάλα από ξερά πλατανόφυλλα που φτιάξαν μαζί με τα εγγόνια πριν μερικά χρόνια – μια για τον καθένα τους… Με ευλάβεια σχεδόν τύλιξε καθετί μέσα στο λευκό χαρτί και προσεκτικά, αφού έβαζε ανάμεσά τους νάιλον διαχωριστικά, έκλεισε άλλες τέσσερες κούτες «ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ». Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και με το βλέμμα χάιδεψε τα άχαρα κουτιά.

Ήπιε μια γουλιά καφέ, άλλαξε σταθμό. Δεν ήταν ώρα για κλασική μουσική. Έψαξε να βρει κάτι άλλο, ήσυχο, νοσταλγικό. Δεν βρήκε τίποτα που να της ταιριάζει και επέλεξε μουσική από το CD. Πάτησε το PLAY και ο Einaudi πλημμύρισε τον χώρο. «Ωχ» είπε, «αυτός μου έλειπε τώρα». Όμως δεν έκανε την κίνηση να το αλλάξει. Αναστέναξε και ξαναπήγε στο δέντρο.

Σειρά τώρα είχαν οι αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις των ταξιδιών τους – από την Ισλανδία, την Κούβα, την Αργεντινή, την Πετρούπολη, την Ιρλανδία, την Αυστραλία, το Πεκίνο, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη, την Μπριζ και την Βενετία, το Παρίσι, ένα σωρό από την Γερμανία, την Πράγα, την Βιέννη και τη Βουδαπέστη… τι να πρωτοθυμηθεί. Συνήθως, τα αγόραζαν από κάποια χριστουγεννιάτικη αγορά, άλλα από μικρές αντικερί, άλλα από τους ίδιους τους καλλιτέχνες, λιγοστά από μουσεία. Δεν έχει σημασία που τα περισσότερα ήταν από ευτελή υλικά, ήταν όμως όλα μοναδικά, πρωτότυπα, μικρά έργα τέχνης. Άρχισε σιγά-σιγά, ένα-ένα να τα ξεκρεμά και να τα ακουμπά στον κόκκινο καναπέ. Για κάθε διαδρομή ξανάκανε το ταξίδι από την αρχή. Σαν ταινία περνούσαν άπειρες στιγμές του παρελθόντος. Πέρασε μια ώρα κιόλας κι ακόμα να κλείσει τα δυο επί τούτου αγορασμένα πολυτελή κουτιά. Πήγε δέκα η ώρα, και ήταν ήδη ράκος.

Βγήκε στην βεράντα να πάρει αέρα. Ψιχάλιζε ευτυχώς. Ήταν ο αγαπημένος της καιρός. Έξω ησυχία γενικώς. Λίγα σπουργίτια, μερικές δεκαοχτούρες σε ζευγάρια στα σύρματα, από το πάρκο φωνές από τρία-τέσσερα παιδιά, στον δρόμο ένα-δυο εκνευριστικά μηχανάκια, όχι από ντελιβεράδες τέτοια ώρα, αλλά από αλλόφρονες ταχυμεταφορείς, να παραδώσουν επιτέλους τα πακέτα της Μαυροπαρασκευής, των Χριστουγέννων και του Άη Βασίλη. Τι γελοιότητα και αυτή φέτος επί Κορωναϊού!

Μπήκε μέσα. Ο Einaudi ήταν εκεί. Αυτό το κουμπί της επαναληπτικής λειτουργίας πολύ χρήσιμο! Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ. Κρύος. Η βασιλόπιτα αξιοθρήνητη και ανέγγιχτη. Με βαριά βήματα ξαναπήγε στο δέντρο. Είχαν απομείνει δυο στολίδια μόνο. Το ένα ήταν μια χαρτοτεχνία της κόρης τους από το νηπιαγωγείο. Μια καρδιά από ροζ και γαλάζιες πλέξεις. Ήταν τόσο περήφανο το χρυσό μου, όταν την έφερε από το σχολείο της! Την πήρε στην παλάμη και την χάιδεψε. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε όλη την σκηνή και τα γελαστά φωτεινά μάτια της Άννας τους. Μιλούσε γι’ αυτήν μισή ώρα σίγουρα: πώς έκοψαν τις χρωματιστές κόλλες με το ψαλίδι πάνω στο πατρόν που τους έδωσε η κυρία, γιατί διάλεξε αυτά τα χρώματα, ότι ήταν το δώρο της και για τους δυο μας μ’ όλη της την αγάπη… Όταν άνοιξε τα υγρά της ματιά το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να την ξαναβάλει στην θέση της, στο τρίτο κλαδί από πάνω, αριστερά.

Η επόμενη κίνηση, που διαφορετικά θα ήταν και η τελευταία, ήταν να ξεκρεμάσει το μικρό τσαλαπατημένο χάρτινο ρολόι τοίχου. Ήταν δεν ήταν πέντε εκατοστά, ένα σπιτάκι κρεμαστό σε άσπρο και μπλε χρώμα, με χρυσούς τους δείκτες του ρολογιού και δυο κλωστές που κατέληγαν σε εκκρεμείς χρυσούς χάρτινους κύκλους. Λεπτεπίλεπτο με τσαλακωμένα άκρα, ραγάδες εδώ κι εκεί, λίγο λεκιασμένο στα πλάγια, έτοιμη να ξεκολλήσει η στέγη. Αυτό όμως το ταλαιπωρημένο χάρτινο ρολόι δέσποζε στο πρώτο κεντρικό κλαδί του δέντρου, ακριβώς κάτω από το φωτεινό αστέρι. Πάντα εκεί να δείχνει δώδεκα (τα μεσάνυχτα;) από τότε που ήμασταν παιδιά, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο που ετοίμαζε η μάνα με πέντε-έξι όλο κι όλο στολίδια. Τι απόγιναν τα άλλα δεν ξέρω. Αυτό απόμεινε να μου θυμίζει τα Χριστούγεννα με την μάνα. Να μου θυμίζει την μάνα με μια γλύκα αλλά και ένα πόνο βαθιά μέσα στην ψυχή –κι ας πέρασαν έξι χρόνια που ‘φυγε έναν κρύο Γενάρη.

Κοντοστάθηκε. Στο γυμνό δέντρο μόνο τα φλύαρα φωτάκια, η καρδιά της κόρης μας και το ρολογάκι της μάνας. Πώς να τα ξεκρεμάσεις;

Πήρε μια ανάσα, έσβησε τα φωτάκια κι άρχισε να τα ξεμπερδεύει από τα κλαδιά. Μερικά αντιστέκονταν. Στο τέλος τα αφαίρεσε μαζί μ’ αυτά. Ξανακοίταξε το δέντρο. Αξιολύπητο. Του έλειπαν ήδη τέσσερα - όχι πέντε - κλαδιά. Άρχισε να αφαιρεί και τα υπόλοιπα, ξεκινώντας από τα χαμηλά. Τα πράγματα δυσκόλευαν όσο ανέβαινε. Τα αφαίρεσε όλα, εκτός από αυτό με την καρδιά και το άλλο με το ρολόι. Δεν είχε πια σημασία. Αφαίρεσε την καρδιά και μετά το κλαδί της. Αφαίρεσε και το μικρό ρολόι της μάνας με το πιο ψηλό κεντρικό κλαδάκι του δέντρου. Τα πλάγιασε κι αυτά δίπλα στα άλλα. Τώρα απόμεινε μονάχα ο κεντρικός σκουριασμένος κορμός με την τρίποδη βάση του, ένα πράσινο κάλυμμα, ατέλειωτη χρυσόσκονη παντού και πράσινα φυλλαράκια από το μαδημένο δέντρο. Το σαλόνι βομβαρδισμένο με εξαρθρωμένα μέλη-μνήμες, κουτιά-κιβούρια από πράγματα με ή χωρίς μεγάλη σημασία. Παραδίπλα, μια παιδική καρδιά να σπαρταρά ζωντανή και το ρολόι της μάνας να χτυπάει δώδεκα.

Χάος και πόνος. Πόνος γιατί; Γιατί θυμήθηκε το παιδί και την μακαρίτισσα μάνα; Πόνος γιατί τα Χριστούγεννα άλλη μια φορά είχαν τόση μοναξιά και μελαγχολία;

Ή πόνος για κείνο το ομορφοτυλιγμένο σε γυαλιστερό χαρτί πακέτο, που τόση ώρα απόφευγε να το κοιτάξει, κι ας στεκόταν εκεί καρτερικά στα πόδια του σιδερένιου κορμού (ό,τι απόμεινε από το πάλαι ποτέ λαμπερό χριστουγεννιάτικό τους δέντρο); Πόσο παράταιρο και μοναχικό έδειχνε μπροστά από την απούσα πλέον φάτνη; Ένα δώρο (του Άη Βασίλη) για το καλό του νέου χρόνου.

Προοριζόταν γι’ αυτήν, αλλά έμεινε ανεπίδοτο. Ποιος να της το προσφέρει;

Σέρρες, 1/1/2021

 Ευχαριστώ την Μ. Παπαδαντωνάκη και τον Ισ. Γιαμπίλη για τις πολύτιμες βελτιωτικές τους επισημάνσεις.