Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008



ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 


Μνήμη των διακοσίων είκοσι εκτελεσμένων στα Κερδύλια









ΜΙΑ ΚΙΤΡΙΝΗ ΠΑΛΙΑ ΒΡΟΧΗ


Πέφτει μια κίτρινη παλιά βροχή
Η νύχτα τυλίγεται στο ασημένιο κοντογούνι της κι ανατριχιάζει
Στον αρχαίο δρόμο του ο Στρυμόνας κουρασμένος
Και οι νεκροί ήρεμοι σαν το λάδι σιγοπρασινίζουν.

Νέο εορτολόγιο, 2003

Μπόρχες, Οι δυο βασιλιάδες και οι δυο λαβύρινθοι


Μια φορά κι έναν καιρό, όπως αφηγούνται αξιόπιστοι άνθρωποι (αν και ο Αλλάχ ξέρει περισσότερα), ζούσε στα νησιά της Βαβυλωνίας ένας βασιλιάς, που μάζεψε μια μέρα τους αρχιτέκτονες και τους μάγους του, και τους πα­ράγγειλε να χτίσουν ένα λαβύρινθο τόσο περίπλοκο και τόσο αριστοτεχνικό, ώστε κανένας γνωστικός δεν τολμούσε να διασχίσει το κατώφλι του, κι όποιος έμπαινε, χανόταν. Το κτίριο αυτό αποτελούσε σκάνδαλο, γιατί τα θαύματα και η σύγχυση είναι έργα του Θεού, όχι των ανθρώπων. Με τον καιρό, ήρθε στην αυλή του ένας βασιλιάς των Αράβων, κι ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας (για να διασκεδάσει με την αφέλεια του μουσαφίρη του), τον άφησε να μπει στο λαβύρινθο, όπου ο άλλος περιπλανήθηκε ταπεινωμένος, ζαλισμένος, ώσπου έπεσε το βράδυ. Τότε παρακάλεσε τον Θεό να βάλει το χέρι Του, κι έτσι βρήκε την πόρτα. Κανένα παράπονο δε βγήκε από τα χείλια του· το μόνο που είπε στον βασιλιά τής Βαβυλωνίας, ήταν ότι στην Αραβία είχε έναν άλλο λαβύρινθο κι ότι, αν ήθελε ο Θεός, θα ‘ρχόταν κάποτε η μέρα που θα του τον έδειχνε. Ύστερα γύρισε στην Αραβία, μάζεψε τους στρατηγούς και τους φυλάρχους του, κι εξαπέλυσε επίθεση στα βασίλεια της Βαβυλωνίας με τέτοια ευτυχή έκβαση, ώστε γκρέμισε τα κάστρα της, ρήμαξε το στρατό της κι έπιασε αιχμάλωτο τον ίδιο τον βασιλιά. Τον έδεσε πάνω σε μια γοργή καμήλα και τον πήγε στην έρημο. Μετά από τρεις μέρες ταξίδι, του είπε: «Ω βασιλιά του χρόνου, ουσία και σύμβολο του αιώνα! Στη Βαβυλωνία μ’ άφησες να χαθώ σ’ έναν μπρούντζινο λαβύρινθο, με άφθονες σκάλες, πόρτες και τοίχους· τώρα το ‘φέρε ο Παντοδύναμος να σου δείξω κι εγώ τον δικό μου, που δεν έχει σκάλες ν’ ανεβείς, ούτε πόρτες που να μη σου ανοίγουν, ούτε τοίχους να σου κόβουνε το δρόμο».
Τότε τον έλυσε και τον άφησε στη μέση της ερήμου, να πεθάνει από την πείνα και τη δίψα. Δόξα σ’ Εκείνον που δεν πεθαίνει.