Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Μνήμη Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996)

Με την ευχή ο χειμαζόμενος από τον πόλεμο, την φτώχεια, την αρρώστια, την αδικία άνθρωπος να βρει την δύναμη της νίκης.

[...] Μου έτυχε, χωρίς διόλου να ‘μαι θαρραλέος, να βρεθώ δυο η τρεις φορές πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή. Στον πόλεμο, φυσικά. Λοιπόν, ήταν κάτι εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που περίμενα. Εγώ που τα ‘χανα στην Αθήνα με το παραμικρό και που ένας απλός πονόδοντος μ’ έκανε να στέλνω στο διάβολο όλα μου τα προβλήματα, εδώ αισθανόμουνα μια διαύγεια καταπληκτική, μια δύναμη ικανή, θα έλεγα, να κυριαρχεί τα πράγματα και προς τα εμπρός και προς τα πίσω, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτε ανάμεσά τους, μια ηρεμία ουράνια, όπου μπροστά της η ταραχή του κόσμου, εκείνη κατησχυμένη και όχι εγώ, σταματούσε. Καμιά φορά συλλογίζομαι πως ίσως γι’ αυτό σώθηκα.

        Είχα, θυμάμαι, βρεθεί σε αρκετή απόσταση κι από το πλησιέστερο όρυγμα κι από την παραμικρότερη ανωμαλία εδάφους όπου θα υπήρχε τρόπος να προφυλαχθώ, τη στιγμή που όλες μαζί συγκεντρωμένες οι πυροβολαρχίες των Ιταλών, προετοιμάζοντας την επίθεση που ακολούθησε, άρχισαν, μπορεί να πει κανείς, με συχνότητα βολών πολυβόλου, να εξαποστέλλουν τις οβίδες τους στις γραμμές μας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο τόπος ολόκληρος ντουμάνιασε από τους καπνούς και τη βρώμα της μπαρούτης. Στήλες από πυκνό χώμα υψώνονταν στον αέρα και ξαναπέφτανε, με πέτρες και ξύλα, βροχή πάνω στη ράχη μου. Κι αυτό το κακό ήξερα ότι θα κρατήσει όπως και κράτησε — τουλάχιστον δυο ώρες. Να μετακινηθώ δεν υπήρχε περίπτωση. Έμενα μόνος, καθηλωμένος στο έδαφος, γραπωμένος απ’ το χώμα, ένα σώμα μαζί του, κι άκουγα τις κοντές αναπνοές μου, ένα είδος λαχάνιασμα που βέβαια κι αυτό δεν το είχε προκαλέσει κανένα τρέξιμο άλλα η αντίδρασή μου στον αιφνιδιασμό.

        Ήτανε και το μόνο άλλωστε. Γιατί σέ λίγο άρχισα, με κατάπληξη, να αισθάνομαι κάτι άλλο, που μήτε ο ίδιος ήθελα να το παραδεχθώ: ότι συνεχίζω τις σκέψεις που είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ, μη μπορώντας να κοιμηθώ, για την ποίηση του Κάλβου. Ναι, τώρα το έβλεπα, θα έπρεπε, άμα γυρίσω στην Αθήνα, να ολοκληρώσω το δοκίμιο για την εντελώς προδρομική θέση που είχε η εικονοπλαστική φαντασία του μέσα στη νεοελληνική έκφραση. Εκείνος ο καπνός που «θλίβει το διάστημα γαλάζιον των αέρων», και το πρόσωπο της παρθένου «υγρόν υπό το σύγνεφον της δυστυχίας», και το βράδυ που «εισπνέει μέσα εις τα πολύδενδρα δάση το τεθλιμμένον φύσημα», και το «αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης» — βρε τον άτιμο! Αμ κείνες οι ελπίδες των Φηρών που «χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον βάθος πελάγου»; Τι τόλμη για κείνη την εποχή. Έτσι έπρεπε να ονομάσω τη μελέτη μου «Η Λυρική Τόλμη του Ανδρέα Κάλβου».

        Βέβαια είναι δύσκολο να το πιστέψει κανένας. Ίσως και να υπερβάλλω λιγάκι. Αλλά το ξαναλέω: έβλεπα πολύ καθαρά ότι αυτό ήταν παραλογισμός, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη κινδύνευα να τιναχτώ στον αέρα η να μείνω μ’ ένα ποδάρι, κι όμως θυμόμουνα έναν άλλον ποιητή, τον Καβάφη, και σχεδόν γελούσα με την ικανότητα που είχε η σκέψη του — η σκέψη του; η ποίηση να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις. Αυτό πια καταντούσε passe-partout. «Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα  πάει κ’ έρχεται.» Κι αλήθεια, είχα γίνει κι εγώ ένας Φερνάζης. Η ποιητική ιδέα πήγαινε κι ερχότανε. Οι πιο κοντινές εκρήξεις, που με την πίεση των αερίων με κοπανούσανε χάμου κυριολεκτικά, δε με τρομάζανε τόσο, όσο μ’ ενοχλούσε εκείνος ο φαντάρος που είχε βρεθεί λίγα μέτρα παρακάτω και φώναζε όλη την ώρα: «κερατάδες! κερατάδες!»

        Ωστόσο είναι χαρακτηριστικό — κι αυτό είναι μια σκέψη που κάνω σήμερα, βέβαια — ότι δεν ήταν ο Κάλβος ο πατριώτης που με τραβούσε, όπως θα μπορούσε κανένας να υποθέσει, άλλα η επιτυχία του στην έκφραση και, το πολύ-πολύ, η ιδέα πως η Ελλάδα στο πνευματικό επίπεδο είχε κιόλας επιτεύγματα που την καθιστούσαν άτρωτη. Κάτι τέτοιο εξηγεί, νομίζω, καλύτερα την παράδοξη αντίδρασή μου στον κίνδυνο. Ζητούσα μια παρηγοριά πέραν από τα όπλα η την ατομική τύχη του καθενός μας. Και την έβρισκα σε μια δύναμη άλλη, που ξέρει να γίνεται φως μέσα στο σκοτάδι, συνείδηση μέσα στον παραλογισμό, διάρκεια μέσα στην αθλιότητα των μισερών ανθρώπινων έργων. Πρόκειται για ένα αίσθημα εμπιστοσύνης που σου γεννά για τη ζωή η δυνατότητα της Τέχνης να την αναπλάθει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, να σε πείθει ότι όλα είναι, από ένα σημείο και πέρα, εφι­κτά. Δυστυχώς κι εδώ η ανάλυση προδίδει το αίσθημα. Δεν είναι μια φορά προς το Αγαθό μονάχα, μια εμμονή στο όραμα του Παραδείσου, που αφήσαμε να φύγει μέσ’ απ’ τα χέρια μας τόσο άδικα, και που κάποια φωνή μας καλεί διαρκώς να το αποκαταστήσουμε∙ δεν είναι αυτό μονάχα το αίσθημα που μας υπαγορεύει η ιδέα της Τέχνης στις παραμονές του θανάτου. Είναι μια αληθινή συ­σπείρωση πια, με όλες μας τις δυνάμεις τις οργανικές, προς την πηγή της ζωής, που είναι και η μόνη πηγή του θαύματος. [...]

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, "Το χρονικό μιας δεκαετίας", σ 408-410

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

Γυναίκα!

 

Οδυσσέας Ελύτης

ADAGIO

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή
άστρα. Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ’ αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.

Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ’ άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις νυχτιές μ’ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρομούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ’ αναμμένα φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δέντρα.

Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ την πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η
καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.

Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

Προσανατολισμοί (1941)
Οδυσσέας Ελύτης, Το μήνυμα (1968)

Η γυναίκα στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι