Οδυσσέας Ελύτης
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
(Παραλλαγή)
(Παραλλαγή)
…
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος...
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη κι ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύ-
ριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους
όνομα
ριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους
όνομα
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά
το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρ-
ράχτες...
το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρ-
ράχτες...
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την
είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.
είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα
μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι
ανεξήγητα μελανουργήσει
μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι
ανεξήγητα μελανουργήσει
Άλλα τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του
Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.
Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει άπ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν
είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα-
μάδες του ύπνου των Γενναίων.
είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα-
μάδες του ύπνου των Γενναίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου