ΑΝ ΈΛΕΙΠΕ
Ο τόπος
πολυσύχναστος αιφνίδια ερημώνει
κι ο χρόνος άρχισε αμέσως να γυμνώνει
το κόκαλο απ’
το κρέας, το κρέας απ’ το
ρούχο.
Γαλήνιος
φεύγει, αυτάρκης, ασφαλής
ίσως να ήταν
κι ελεύθερος ακόμη
αν έλειπε απ’
τη μέση
εκείνο το
γνωστό «τα πάντα ρει».
ΟΙ ΝΈΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ
Οι νέοι
πολεμιστές θριαμβικά κινούν
πίσω από
σημαίες και φανφάρες
μοιάζουν μ’
ένα κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς
που έχει
παγώσει κι όλας.
ΚΟΣΜΟΣ
Ο χοντρός
κατάπινε φλόγες και σπαθιά
ο ψηλός
έβγαζε απ’ το καπέλο του κουνέλια.
Τότε ένα
παιδί κουτσό
που
κρατούσε μια ποντικοπαγίδα
άρχισε να
φωνάζει τρέχοντας λοξά.
Τι κόσμος
είναι αυτός πατέρα!
Γύρισε ο
πατέρας, κοίταξε απορεμένος το παιδί.
Δεν είναι
κόσμος, είπε. Τίποτα δεν είναι.
ΠΑΡΆΠΟΝΟ
Τότε
που ήμουν νέα και
δυνατή
που είχα
μαργαριταρένια μάτια, χείλια της βροχής
φορούσα
χρυσοκίτρινα χτενάκια
με γαλάζια
ζαφείρια στα μαλλιά
και μύριζα
σαν τριαντάφυλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης
γιατί δε
σταθήκατε στο πλάι μου σύντροφοι!
Γιατί τους
αφήσατε να με τσακίσουν!
Τώρα
σύντροφοι και φονιάδες μου
γέροι
σακατεμένοι απ’ τον καιρό εσείς
χωρίς
βλέφαρα και δόντια, πορεύεστε όπως όπως,
και γω στης
Άγιας Ευαγγελίστριας το νεκροταφείο
μ’ όλο το χώμα
της γης απάνω μου.
Τουλάχιστο
δε γέρασα ποτέ
το μόνο καλό
-αθέλητα- που μου κάνατε.
ΠΕΡΙΤΤΗ ΠΡΟΦΎΛΑΞΉ
Πίσω μας το
πηγάδι της αυγής
το στεγνό
ποτάμι, ο τυφλός ερωδιός
στον κήπο το
σπασμένο άγαλμα.
Ζέφυρος
βαλσαμωμένος παραμέριζε
μαραμένα
ηλιοτρόπια και πυράκανθους.
Είδαμε τότε
πεθαμένους
κρατούσαν
από μια ομπρέλα κίτρινη
έγλυφαν
ανύπαρκτες κερήθρες
ρουφούσαν
άδεια καύκαλα
μασούσαν
φαγωμένους σπόρους
αποφεύγοντας
επιμελώς ν’ αγγίξουν
το τυρί στις
ποντικοπαγίδες
και τα
δηλητηριασμένα δολώματα για τους λύκους.
ΤΟΝ ΚΑΙΡΌ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Ήξερα κάποιον τον καιρό της ήττας
που δεν τον είχαν ολότελα ξεκάνει.
Μάριο τον έλεγαν.
Ήταν φασκιωμένος από γκρίζο φόβο
έφεγγε αμυδρά σαν καμένος κήπος
έβγαζε μαύρο αίμα, μαύρο ακατοίκητο
κ' έπαιζε οκαρίνα, ένα διαβολεμένο
όργανο
που ανοιγόκλεινε την ψυχή
σαν τη μαγική ουρά του παγονιού.
Συχνά έλεγε, πως χαρά δίνει μοναχά
ό,τι μοιραζόμαστε με τους άλλους.
Γι' αυτό όταν συναντούσε στο δρόμο
κουτσά παιδιά
— κ' ήταν πολλά μετά τον πόλεμο
που βάδιζαν και ταλάντευαν τη γη —
έκαμνε και κείνος μπροστά τους πως
κουτσαίνει
λες κ' ήθελε να πηδήσει έξω απ' τη
λύπη.
Δεν είχε λόγο να λυπάται τόσο
και μάλιστα σε μια τέτοια εποχή
κανιβαλική
να προσποιείται τον κουτσό και να
λυπάται
κ' ύστερα να κλείνεται στον εαυτό
του
σαν σπίτι που πέφτει από σεισμό.
Γιώργος Καφταντζής, Τα Παραλειπόμενα, 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου