"Τοπογραφία" της Φαντασίας ένα διαδικτυακό project διαλόγου Δευτέρες, 19 Ιανουαρίου - 9 Μαρτίου 2026, 7-9 μμ
Ένα project
ισότιμου διαλόγου
σύντομων εισηγήσεων από όλους/όλες
προσωπικών προτιμήσεων, συναισθηματικών, αισθητικών, κοινωνικών-ηθικών κλπ για όσα μας ενδιαφέρουν
με περιθώρια εξέλιξης σε δημιουργικό εργαστήρι
επτά (7) εβδομαδιαίων συναντήσεων, Δευτέρες, στις 7μμ, διάρκειας 90-120΄
στην πλατφόρμα του Zoom
που θα καταγράφεται ψηφιακά για αρχειακούς και μόνον λόγους
δωρεάν μεν, με υποχρέωση ενεργού συμμετοχής δε.
Προϋποθέσεις συμμετοχής
Δήλωση συμμετοχής (και πληροφορίες) με ένα απλό mail στον Γ. Αποστολίδη (gar.apost@gmail.com), όπου θα αναγράφονται: α) το ονοματεπώνυμο, β) ένα τηλέφωνο επικοινωνίας και γ) το προσωπικό σας mail. Καλό είναι η παρέα μας να μην είναι μεγάλη, οπότε θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Κάμερα και μικρόφωνο για την διαδικτυακή συνάντηση. Δεν γίνεται να μην έχουμε οπτική και ακουστική επαφή μεταξύ μας.
Η φαντασία συνιστά εκείνη τη μεταίχμια –στοχαστική και συνάμα μορφοποιητική– δυναμική του χιάσματος σώματος - πνεύματος, η οποία διανοίγει στον άνθρωπο μια προνομιακή προοπτική: τη σύσταση της εσωτερικής «τοπογραφίας» ενός «ενδιάμεσου κόσμου», όπου οι υλικές μορφές διαποτίζονται με νόημα και τα νοήματα μετασχηματίζονται σε αιθέριες μορφές.
Η ιδιοσυστασία αυτού του κόσμου αποτελεί ένα γοητευτικό πεδίο φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής αλλά και (δια-)προσωπικής διερεύνησης.
Ο Ficino εκλαμβάνει τη φαντασιακή «τοπογραφία» ως τον ενδιάμεσο χώρο σύζευξης υλικότητας και πνευματικότητας, ενώ ο Bruno αναγνωρίζει σε αυτήν μία ποιότητα απειρότητας, ως αντανάκλαση του συμπαντικού απείρου. Ο Böhme τη συλλαμβάνει ως μυστικό πεδίο μετοχής του ανθρώπου στη θεϊκότητα, ενώ ο Nietzsche την προσεγγίζει ως μία διονυσιακή «τοπογραφία», όπου το χάος οργανώνεται σε σκηνές δημιουργίας και ανατροπής αξιών. Ο Bergson τη νοεί ως δυναμικό «χάρτη» μνήμης και αδιάλειπτης ροής εικόνων, ενώ ο Bachelard αναδεικνύει ποιητικές «τοπογραφίες» (νερό, φωτιά, αέρας, γη) διαμονής της φαντασίας. Ο Durand την καταγράφει ως συλλογικό «γεωσύστημα» αρχετύπων, ενώ ο Corbin θεμελιώνει τη λογική και την αλήθεια του mundus imaginalis, του «φαντασικού κόσμου» των οραματικών μορφών.
Μένει στον καθένα χωριστά να αναμετρηθεί με τη μυστική δυναμική αυτού του εσωτερικού «χάρτη», ο οποίος μεταμορφώνεται καθώς κινούμαστε μέσα του, την ίδια στιγμή που αυτός κινείται μέσα μας, ανασυσταίνοντάς μας.
(Μαριάννα Δώδου)
Εννοείται ότι στην παραπάνω προτεινόμενη θεματική μπορεί να προσθέσει κάθε ενδιαφερόμενη/ενδιαφερόμενος όποια παράμετρο θα ήθελε να παρουσιάσει και να συζητήσουμε.
Ξέρω ότι το να μιλάς με λέξεις για τη μουσική τέχνη είναι άκαιρο και φιλοσοφικά ή καλλιτεχνικά αδόκιμο, αλλά δεχθείτε το μονάχα ως πρόλογο στην αποψινής βραδιάς, οπότε η αίθουσα θα πλημμυρίσει από τους ήχους και τις μουσικές του μεγάλου συνθέτη.
Ξέρω, επίσης, ότι η μουσική είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση –πόσο μάλλον η μουσική του Χατζιδάκι-, όμως επιτρέψτε μου να διατυπώσω λίγες σκέψεις-σύντομες, έτσι, …σαν ψηφίδες για να ανακαλέσουμε την εικόνα του. Φοβάμαι ότι μένοντας μόνο στην μουσική του, εύκολα τον κατατάσσουμε στους μεγάλους, κλασικούς πλέον συνθέτες, αλλά κινδυνεύουμε να μας διαφύγει η ολική του εικόνα, το ήθος του, …. του οποίου έκφραση συνιστά -απλώς- η μουσική του.
Ίσως θα ήταν προτιμότερη μόνο η ακρόαση των τραγουδιών ή των ορχηστρικών του έργων· αλλά είναι και τα γραπτά του, η ποίησή του, η πολιτική και κοινωνική του δράση.
Όλοι αναγνωρίζουμε τον Μάνο Χατζιδάκι ως μεγάλο και σπουδαίο δημιουργό, αλλά λίγοι γνωρίζουμε το σύνολο και την ουσία του έργου του. Ενός έργου που εκτείνεται σε μισόν αιώνα (1944-1994) και είναι ευρύ ποσοτικά, πολυεπίπεδο και τολμηρό θεματολογικά και μουσικά. Και να φανταστείτε ότι όσα ξέρουμε γι’ αυτό μόλις αγγίζουν το 40% του έργου του, αφού το υπόλοιπο μένει ανέκδοτο.
- Τι συνθέτει, λοιπόν, την προσωπικότητά του;
- Ποιες συνθήκες κυοφόρησαν το φαινόμενο "Χατζιδάκι";
Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε 7 σημεία:
1. Η μητέρα
Πρώτα από όλα η μητέρα του, η οποία, ξεπερνώντας οικογενειακές ατυχίες, του παραστάθηκε -και της παραστάθηκε- δια βίου.
Η μητέρα μου- σημειώνει ο ίδιος-, ήταν μια γυναίκα με τεράστια δύναμη στις αντιξοότητες της μοίρας και με τρομερή κατανόηση για τους ανθρώπους. Χάρη σ’ αυτήν έζησα “ελεύθερος”. Η μάνα μου είδε με σωστό τρόπο τις δυσκολίες της ζωής μου και μ’ άφησε να εξελιχθώ
2. Το ενδιαφέρον του για την κλασική μουσική
Η έστω και περιορισμένη μουσική του προπαιδεία. Κάποια μαθήματα πιάνου στην παιδική του ηλικία, πιο οργανωμένα αργότερα (1944-46) και μαθήματα αρμονίας κοντά στον Μενέλαο Παλλάντιο (1940-43). Εκτός από κάποια βραχύβια μαθήματα πιάνου και αρμονίας, υπήρξε αυτοδίδακτος, αντιδρώντας στις πειθαρχημένες και συστηματικές σπουδές, τις οποίες αργότερα προσπάθησε να υποκαταστήσει με μια πλούσια ακροαματική εμπειρία σοβαρής μουσικής, κυρίως χάρη σε μια τεράστια συλλογή δίσκων και ηχογραφήσεων.
Το 1948 η σονάτα του Για μια μικρή λευκή αχιβάδα θα εντυπωσιάσει για την μουσική της ωριμότητα. Μέσα της θα περικλείσει όλο τον μουσικό Ελληνισμό με κλασικές επιρροές και θα επιβάλει την ιδιοφυή του παρουσία. Η μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη γράφει ενθουσιασμένη στα ΝΕΑ της εποχής (20/1/1949): Είναι καιρός πια να μιλήσω για τις αχτιδόχαρες αυτές μουσικές σελίδες που κατακτούν εξ εφόδου ευθύς από την πρώτη τους ακρόαση. Είναι προφανές ότι ο χορός και γενικότερα το μπαλέτο είναι η θεότης που τραβά με μια ακαταμάχητη έλξη τον νέο Έλληνα συνθέτη. Οι σελίδες του αυτές είναι “έργα” συναρπαστικής γοητείας, δύναμης και ζωτικότητας, οργανωμένα και σφυρηλατημένα από τους παντοδύναμους ρυθμούς που δονούν τον τολμηρότατο μουσικό πρωτοπόρο της εποχής μας. Ο Χατζιδάκις φανερώνει τη λαχτάρα του για έναν δρόμο, έστω και απόκρημνο κι επικίνδυνο, μακριά από τις χιλιοπατημένες λεωφόρους της μουσικής και ζητά να ανανεώσει την υπερκορεσμένη μουσική ατμόσφαιρα με κάποιο νέο και πρωτόφαντο ζωτικό στοιχείο.
Στο μεταξύ η έγνοια του για την «σοβαρή» μουσική θα παρέμεινε αδιάπτωτη.
Ήρθε σε επαφή με τις πιο σύγχρονες μουσικές τάσεις, επηρεάστηκε και θέλησε να μοιραστεί τις γνώσεις του. Έτσι, το 1953 έδωσε μια σειρά διαλέξεων με ηχογραφημένα παραδείγματα για Αμερικανούς συνθέτες (όπως ο Μενότι, ο Κόπλαντ και Μπερνστάιν κ.ά.), διευρύνοντας τους ορίζοντες των νέων Ελλήνων συνθετών, των απομονωμένων από το παγκόσμιο μουσικό γίγνεσθαι κατά τη δεκαετία 1940-50.
Αργότερα (1962)χρηματοδότησε τον Διαγωνισμό «Μάνος Χατζιδάκις», χάρη στον οποίο πρωτακούστηκαν στην Ελλάδα έργα Ξενάκη, Λογοθέτη, Μαμαγκάκη, Αντωνίου, Ιωαννίδη, Τσουγιόπουλου, Γαζουλέα, κ.ά.
Ίδρυσε (1964) την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών και αργότερα την Ορχήστρα των Χρωμάτων.
Υπήρξε δεινός πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας.
3. Το πολιτικό και κοινωνικό του περιβάλλον
Το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον του τον καθόρισε, επίσης, αποφασιστικά. Ο πόλεμος και η Κατοχή τον ανάγκασαν για βιοποριστικούς λόγους να εργαστεί ως εργάτης στο Φιξ, νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο, παιδί για όλες τις δουλειές σε φωτογραφείο. Ταυτοχρόνως, εντάχθηκε στη νεολαία της Ε.Π.Ο.Ν., γνωρίζοντας από μέσα το αριστερό κίνημα, που στην συνέχεια θα τον απογοητεύσει. Στην περίοδο αυτή γεννήθηκαν όλα τα μεταπολεμικά του οράματα: Η ελευθερία και η κοινωνική δικαιοσύνη.
Το αστικό περιβάλλον της Αθήνας και η ελαφρότητα της κοινωνικής ζωής επέδρασαν, επίσης, στον εσωτερικό ψυχισμό του, αλλά ευτυχώς χωρίς επιπτώσεις, όπως έλεγε ο ίδιος.
Παρ’ ότι οι σύγχρονοί του τον εντάσσανε στην «συντηρητική παράταξη», έμεινε ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος ανεπηρέαστος από τις κομματικές αψιμαχίες της εποχής του, με επιλογές και συνεργασίες με άτομα και φορείς από διαφορετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, ενώ δεν δίστασε να σταθεί πάντα στο πλευρό ανθρώπων, που πίστευε ότι αδικήθηκαν από την Εξουσία.
4. Οι φίλοι του
Λίγο πριν την Απελευθέρωση (μόλις 17-18 χρονών) εντάσσεται σε μια συντροφιά ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στους καλλιτεχνικούς του προσανατολισμούς: στην παρέα του Ελύτη, Πλωρίτη, Τσαρούχη, Κατσίμπαλη, Σεφέρη, Γκάτσου και άλλων που θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της σκέψης του και την δημιουργική ροπή του προς την μουσική. Γράφει ο ίδιος: Τον ίδιο καιρό ο Τσαρούχης μού συνειδητοποιούσε τον λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του ελληνικού ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από την ρηχότητα των “πολιτισμένων” ελαφρών τραγουδιών, από την βαλκανική ρωμιοσύνη της “σοβαρής” μας μουσικής. Ειδικά για τον Γκάτσο σημειώνει: … μου διαμόρφωσε το χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Με έφτιαξε πνευματικά. Είχε μια οξύτατη κρίση, μια σκέψη που επί χρόνια λειτουργεί εκπληκτικά και βλέπει βαθύτατα τον κόσμο και τα πράγματα, έχει μια τεράστια παιδεία ευρωπαϊκή, και συγχρόνως ελληνική και μια ματιά στον κόσμο, βαθιά στοχαστική και ποιητική. Καλλιτεχνική φύση ο ίδιος, ασχολήθηκε με την μουσική του θεάτρου, του κινηματογράφου και του χορού: Στα 19 του χρόνια αρχίζει την συνεργασία του με το "Θέατρο Τέχνης" του Κάρολου Κουν. Θα γράψει μουσική για περισσότερα από 60 θεατρικά έργα, χαράσσοντας μια νέα πορεία στην θεατρική μουσική. Οι Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κουν θα ταξιδέψουν σ’ όλον τον κόσμο και θα αποσπάσουν διθυραμβικές κριτικές. Ενώ τα τραγούδια του από το θέατρο παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην δημιουργία του μουσικού κλίματος των μπουάτ, που άρχισαν στο μεταξύ να ξεφυτρώνουν στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Στα 21 του χρόνια κάνει το κινηματογραφικό του ντεπούτο γράφοντας αρχικά μόνο μουσική, αλλά αργότερα και τραγούδια. Στο ενεργητικό του έχει περισσότερες από 70 μουσικές κινηματογράφου, κάτι που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό και θα του χαρίσει ένα Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά». Επίσης, λίγο αργότερα (1949) αρχίζει να συνεργάζεται με το "Ελληνικό Χορόδραμα" της Ραλλούς Μάνου και γράφει περίφημα έργα για μπαλέτο: Μαρσύας, Έξι λαϊκές ζωγραφιές, Το καταραμένο φίδι (εμπνευσμένο από το Θέατρο Σκιών). Αργότερα θα συνεργαστεί με την Δώρα Στράτου, την Νικολούδη, τον Μωρίς Μπεζάρ. Στο μεταξύ (εκτός των προαναφερθέντων) θα αποκτήσει πολλούς συνεργάτες και σημαντικούς φίλους: την Νανά Μούσχουρη, την Μελίνα Μερκούρη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Παντελή Βούλγαρη, Ηλία Καζάν, τον Μόραλη, τον Σταθόπουλο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και πάμπολλους άλλους.
5. Η σχέση του με το ρεμπέτικο Το 1949, και αφού προηγουμένως έχει μαγευτεί από το ρεμπέτικο τραγούδι και έχει συνειδητοποιήσει την αξία του, οργανώνει μια διάλεξη για τα ρεμπέτικα τραγούδια, που με τα λόγια τους ανατάραζαν τους καημούς πάνω σε δυο θέματα πρωταρχικά, γνησίως ελληνικά. Το θέμα της φυγής και του έρωτα -του από τρεις χιλιάδες χρόνια ανικανοποίητου, συνδέοντάς τα με το δημοτικό τραγούδι και την βυζαντινή μελωδία, και παρουσιάζει μπροστά στο αστικό κοινό της Αθήνας τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου. Παρά τις αντιδράσεις, οδηγεί την λαϊκή μουσική στο προσκήνιο και την αναγνώριση, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την γενικότερη εξέλιξη τού μουσικού μας πολιτισμού. Προκάλεσε αναστάτωση στην εφησυχασμένη μικροαστική κοινωνία και έφερε στην επιφάνεια αισθήματα πιο προσωπικά των αποκλεισμένων -αλλά ακόμη ρωμαλέων- δυνάμεων. Από τότε θα προσπαθήσει να εντάξει στην δισκογραφία του τα 70, ίσως 80 πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας μουσικής ξεκινώντας με τις Έξι λαϊκές ζωγραφιές και συνεχίζοντας με τις Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη, Τα λειτουργικά, τον σκληρό Απρίλη του '45, Τα πέριξ και τέλος, την Ρυθμολογία, οπότε και θα δηλώσει: τ’ ακούω χωρίς συναισθηματικές υπερβολές, από μακριά, πιο τεχνικά και μ’ όλο το βαθύ ερωτικοθρησκευτικό τους περιεχόμενο. 6. Η ανήσυχη φύση του Η Απελευθέρωση τον άφησε ελαφρώς τραυματισμένο, αλλά και λυσσαλέα διψασμένο για τις άγνωστες σ’ αυτόν πλευρές του κόσμου μας … και θέλησε να τις γνωρίσει. Φύσει ανήσυχο και τολμηρό πνεύμα, δεν θα διστάσει να ταξιδέψει (για λόγους οικονομικούς) στην φιλελεύθερη και επαναστατημένη Αμερική από το 1966 ως το 1972. Εκεί δοκιμάζει και δοκιμάζεται. Γνωρίζεται με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Γράφει και ηχογραφεί σπουδαία έργα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα (1972) μας παρουσιάζει ένα από τα κορυφαία έργα της ελληνικής δισκογραφίας, τον Μεγάλο Ερωτικό. 7. Η ακάματη ενεργητικότητά του Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, κάνει ένα καινούριο φίλο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και του δίνεται η ευκαιρία να εφαρμόσει την δική του πολιτιστική πρόταση. Κατά διαστήματα καταλαμβάνει σημαίνουσες θέσεις, (γενικός διευθυντής) στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (1975-1982), (αναπληρωματικός γενικός διευθυντής) στην Εθνική Λυρική Σκηνή (1974-1977), (μέλος) στην καλλιτεχνική επιτροπή του Φεστιβάλ Αθηνών. Από τις θέσεις αυτές συχνά προσέκρουσε στο πολιτικό, συνδικαλιστικό, καλλιτεχνικό κατεστημένο και όταν πλέον δεν μπορούσε να περάσει την άποψή του παραιτούνταν. Ανανεώνει καθοριστικά το ελληνικό ραδιόφωνο ως διευθυντής ραδιοφωνικών προγραμμάτων της ΕΡΤ (1975), αλλά κυρίως το 1977, όταν αναλαμβάνει το Τρίτο Πρόγραμμα. Επρόκειτο για μια, μικρή κοσμογονία, μια πολιτιστική επανάσταση επί πέντε χρόνια. Αναζητώντας χώρους και τρόπους δημιουργικής έκφρασης του ίδιου αλλά και των νέων ανθρώπων, ιδρύει μουσικούς χώρους (Πολύτροπο, Σείριος) όπου παρουσιάζει τα έργα του, αλλά και έργα νέων ανθρώπων που ο ίδιος προτείνει. Διοργανώνει μια σειρά από φεστιβάλ: "Μουσικός Αύγουστος" (Ηράκλειο, 1979), "Αγώνες Τραγουδιού" (Κέρκυρα (1981, 1982 και Καλαμάτα, 1991) όπου κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση και διακρίνονται σημαντικοί νέοι δημιουργοί. Ιδρύει (1985) την δισκογραφική εταιρεία "Σείριος" και το 1989 δημιουργεί την "Ορχήστρα των Χρωμάτων". Παράλληλα γράφει ποίηση, άρθρα, δημοσιεύει δύο βιβλία, εκδίδει και διευθύνει (1982-1984) το περιοδικό "Τέταρτο". Καταπιάνεται, σχολιάζει και καταγγέλλει την βία, τα ναρκωτικά, την οικολογική καταστροφή, την σφαγή των Εβραίων της Πράγας, τον φασισμό έξω και μέσα σε μας. Η ζωή του όλη ήταν μια περιπέτεια, μια αναζήτηση, μια Οδύσσεια. Δεν υπήρξε περίοδος στασιμότητας και επανάπαυσης στις «δάφνες». Αντιθέτως, πάντα προκαλούσε ρήξεις, ανέβαζε τις απαιτήσεις του, πειραματιζόταν διαρκώς. Με οποιονδήποτε τομέα ασχολήθηκε, πάντα πάλεψε να υλοποιήσει τα οράματά του. - Ποια είναι, όμως, τα βασικά γνωρίσματα της χατζιδακικής μουσικής; Α: Ως προς τη μουσική Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο πρώτος που (στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια) διέρρηξε την έως τότε ακαδημαϊκή αντίληψη της μουσειακής, φολκλορικής μουσικής παράδοσης, και με το απαράμιλλο ήθος του, επιμονή και έμπνευση διακήρυξε την ανάγκη δημιουργίας γνήσιας «νεοελληνικής» μουσικής στηριγμένης στο απέριττο μελωδικό σχήμα των λαϊκών μας μοτίβων. Ένα έργο απλό στην έκφραση, ερωτικό στη διάθεση, μυσταγωγικό στην ατμόσφαιρα, φωτοφόρο στο σύνολο του. Μίλησε για την ενιαία μουσική μας κληρονομιά από την αρχαιότητα, το βυζάντιο, τα δημοτικά μέχρι τον 20ο αι. του ρεμπέτικου και του μοντέρνου, και το έκανε υποδειγματική πράξη. Διατήρησε στο έργο του αυτή την διαχρονική ελληνικότητα, αλλά με μια λυρική, τρυφερή, ονειρική διάθεση. Αναζήτησε τα συστατικά της νεοελληνικής τραυματισμένης ψυχής και προσπάθησε να τα μεταγράψει σε νότες. Βρήκε και ανέδειξε τον εσωτερικό ιστό των ελληνικών ρυθμών και τον επανασύνθεσε μπολιάζοντάς τον με την κλασική μουσική, τις μοντέρνες αναζητήσεις και τα προσωπικά του βιώματα. Σαν καλός μαθητής και ακροατής διδασκόταν διαρκώς από το περιβάλλον του και ανακάλυπτε νέους κόσμους. Οι επιδράσεις που δέχτηκε ασύνειδες (δημοτική ελληνική μουσική, «ελαφρά» ακούσματα) ή συνειδητές (λαϊκό τραγούδι, κλασική μουσική του 20ου αι.), ενσωματώθηκαν και πλούτισαν την αισθητική του και συνέβαλαν στην διαμόρφωση του προσωπικού του ύφους. Διέθετε εκείνη την σπάνια ικανότητα να φιλτράρει τα πάντα, να τα εμβαπτίζει στην δική του καλαισθησία και, χάρη σε σπάνιες ικανότητες μελωδικής έμπνευσης και αυτοσχεδιασμού, να τα εξωτερικεύει λιτά και καθαρά. Παρ’ όλες τις επιδράσεις και πολυμορφίες, διαμόρφωσε και διατήρησε ένα χαρακτηριστικό ιδίωμα, ομοιογενές, συνεπές, άμεσα αναγνωρίσιμο, ακόμα και όταν απομακρυνόταν απ’ αυτό. Είχε το χάρισμα να δημιουργεί όποια ατμόσφαιρα θέλει, να εφευρίσκει μελωδίες που δεν υπάρχουν ή, κι αν είναι γνωστές, να μην τις αναγνωρίζεις. Ως δημιουργός ουδέποτε παρέμεινε επί πολύ σ’ ένα ύφος, ουδέποτε καταδέχτηκε να εξαντλήσει τα ήδη επιτυχημένα εκφραστικά του μέσα. Άλλαζε συνέχεια μουσικό πρόσωπο, διανοίγοντας δρόμους, που στην συνέχεια εγκατέλειπε, για να πάρει άλλη κατεύθυνση. Ρηξικέλευθος και ανατρεπτικός δια βίου, τολμούσε να διαγράψει το παρελθόν του και την συνταγή της επιτυχίας, διότι κοιτούσε μπροστά. Και το σπουδαιότερο: άλλαζε συνέχεια μουσικό πρόσωπο, παραμένοντας, όμως, πάντα «Χατζιδάκις», διότι διατηρούσε τις ίδιες αισθητικές αξίες. Αυτή η αστείρευτη αναζήτηση του νέου, είτε αυτό λεγόταν νέοι μουσικοί τρόποι είτε νέοι άνθρωποι είτε νέα τεχνολογία είτε νέες δραστηριότητες, πήγαζε από την βαθιά του καλλιέργεια και συνείδηση του χρέους του. Διαθέτοντας αυτογνωσία, ταλέντο και οξύτατη κρίση, έχοντας συναναστραφεί εξέχουσες προσωπικότητες, το ένιωθε ως ανάγκη να πάει μπροστά τον εαυτό του και τον τόπο του. Χωρίς διόλου να κατατρύχεται από ανασφάλειες επαρχιωτισμού και εσωστρέφειας, πάλεψε -από έφηβος ακόμη- να δηλώσει το στίγμα του και να κατακτήσει την Ελλάδα και την Αμερική. Η τεχνική του εκλεπτύνθηκε αφάνταστα, αποκτώντας εκπληκτική φινέτσα, ειδικά στην ενορχήστρωση των τραγουδιών. Οι ενορχηστρώσεις του γέμουν λυρικών αρμονιών και πρωτόφαντων πειραματισμών. Συχνές είναι οι ανάριες ηχητικότητες μουσικής δωματίου και οι περίτεχνες μιμήσεις ή χρήσεις λαϊκών οργάνων. Σχεδόν πάντα μας εκπλήσσει με το πάντρεμα διαφορετικών μουσικών οργάνων. Τα μουσικά μέτρα και μοτίβα, παρ’ ότι μερικές φορές είναι πολύ απλά στην δομή τους, λες και ακολουθούν μια μυστική συνταγή για να μας συνεπαίρνουν. Η μουσική του διακρίνεται από μια "πτητικότητα", ικανή να μας απογειώνει. Αν το βασικό όπλο και ο στόχος του καλλιτεχνικού έργου είναι η αισθητική συγκίνηση, τότε χωρίς καμιά δυσκολία αυτή είναι και το κλειδί που εξηγεί την διάρκειά του στον χρόνο και … η επιβεβαίωσή του. Και η αισθητική συγκίνηση στον Χατζιδάκι δεν έχει να κάνει μόνο με την διάχυτη ερωτική ονειρική μελαγχολία του στίχου, αλλά και με το μουσικό γλυκό ξάφνιασμα, και με εκείνο το διαπεραστικό και άφατο ρίγος που σε διαπερνά και σε συνεπαίρνει. Β: Ως προς το τραγούδι Εκεί όμως που ο Χατζιδάκις βρίσκει τον σκοπό του και ολοκληρώνει τις ιδέες του είναι το τραγούδι. Εκεί όπου εναρμονισμένα ο λόγος και η μουσική μάς αφηγούνται έναν μύθο. Γιατί, αυτό είναι τα τραγούδια, …αφηγήσεις. Ο Χατζιδάκις αναδεικνύεται τέλειος μάστορας. Μέσα από μια περίτεχνη συνδυαστική εύηχων ρυθμών, λέξεων και σιωπών, αποφεύγοντας πάντα τους όποιους μουσικούς εκκεντρισμούς οικοδόμησε μουσικές συνθέσεις που στέγασαν όλο τον ανθρώπινο μικρόκοσμο και την ονειρική του μεταφυσική. Με νήφουσα καρδιά και με συνθετική αυτοσχεδιαστική απλότητα άλλοτε επένδυσε μουσικά τις λέξεις και τα νοήματα, και άλλοτε προκάλεσε τις λέξεις να ονομάσουν την μουσική του. Στην ποίηση και την στιχουργική δοκιμάστηκε ο ίδιος από την νεότητά του, άλλοτε πολύ επιτυχημένα και άλλοτε λιγότερο. Δεν ήθελε να φυλακίσει τις μυθικές μουσικές του σε απλοϊκά λόγια. Γι’ αυτό φλέρταρε διαρκώς με την ποίηση. Όμως κρατούσε και μια απόσταση απ’ αυτήν, διότι πίστευε ότι η καλή ποίηση δεν έχει ανάγκη καθόλου την μουσική για να υπάρχει. Έτσι, αναζήτησε τον ποιητικό στίχο για να καταλήξει στο ποιητικό τραγούδι, το οποίο δεν βασίζεται στην ποίηση, αλλά την περιέχει. Ευτύχησε να έχει φίλο καρδιακό και συνεργάτη τον ποιητή Νίκο Γκάτσο. Μαζί για μισό περίπου αιώνα εξερεύνησαν τα μυστικά του τραγουδιστικού είδους και το οδήγησαν πολύ ψηλά, με πρώτη επιτυχημένη απόπειρα την Μυθολογία και κύκνεια τους Αντικατοπτρισμούς. Όμως ο ώριμος Χατζιδάκις θα φτάσει στην τέλεια σύζευξη ποίησης και μουσικής στον Μεγάλο Ερωτικό. Εκεί πέτυχε να υπομνηματίσει μουσικά την υψηλή ποίηση της Σαπφούς, του Σολωμού, του Καβάφη, του Ελύτη και των άλλων μεγάλων ποιητών και να προάγει με την μουσικότητά του το συναίσθημα και την ηχητική των λέξεων. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στην παγκόσμια δισκογραφία, όπου η μουσική επιστρέφει στην κοιτίδα της, απολύτως καθαρή και ιδεώδης. Εκεί όπου δεν ξέρεις αν η μουσική εκφορά της λέξης σηματοδοτεί τα σημαινόμενα ή οι έννοιες ντύθηκαν το μουσικό τους λεξιλόγιο. Μέσα από αυτήν την μουσική συνοδοιπορία ο ακροατής ανακαλεί τον μακραίωνα ελληνικό λυρισμό και επανασυνδέεται με το συναίσθημα του παρελθοντικού, παροντικού και μελλοντικού ανθρώπου. Η ερωτική ανάγκη νυμφεύει την μουσική με τον ποιητικό λόγο, οπότε ξανά μαζί οι δυο τέχνες σε μια διαλεκτική σχέση μεταρσιώνουν το αίσθημα του έρωτα σε μαγική έκσταση. Με τον Μεγάλο Ερωτικό ο Χατζιδάκις γεφύρωσε εποχές, πολιτισμούς, τέχνες, τεχνοτροπίες και απέδειξε ότι το τραγούδι του είναι λαϊκό, ακριβώς γιατί είναι διαχρονικό και ουμανιστικό. Οδήγησε το τραγούδι, ως αποτέλεσμα μιας εντελώς προσωπικής ανίχνευσης, μακριά από τα ευκολο-φτιαγμένα και ευκολο-τραγουδισμένα σουξεδάκια του συρμού, στα απόλυτα όρια σύζευξης της μουσικής με την ποίηση, και ταυτοχρόνως στην απόλυτα περιεκτική και λιτή φόρμα. Η νέα του αισθητική, χωρίς να κολακεύει τους ακροατές, απαίτησε την μύηση και την προσωπική τους κατάθεση. Αποτεινόταν στον δεκτικό και καθαρό ακροατή. Στόχος ενός τραγουδιού -έλεγε- είναι να φτάνει στον ακροατή όχι στον οποιοδήποτε ακροατή. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να αποκαλυφθεί η ουσία των καιρών μ’ ένα απέριττο τραγούδι πρωτοφανέρωτο, που θα ενώσει τις φωνές όλων των ανθρώπων, από τη μια άκρη ως την άλλη της γης. Και η ουσία του αληθινού τραγουδιού είναι προσεγγίσιμη μόνο από αυτούς που είναι διατεθειμένοι να την αναζητήσουν. Γ: Ως προς την θεματική Ο Μάνος Χατζιδάκις ήξερε καλά να πλάθει μύθους, θεατρικές σκηνές, ζωντανές εικόνες, τόσο με τα μουσικά του μοτίβα όσο και με τις λέξεις. Ήξερε καλά την τεχνική να σαγηνεύει την ψυχή, απευθυνόμενος στις μύχιες επιθυμίες του -μα και δικές μας. Ήξερε καλά τι βασανίζει και τι νοιάζει τον άνθρωπο ανά τον κόσμο. Γι’ αυτό τα προσφιλέστερα θέματά του ήταν ο Θάνατος και ο Έρωτας, δηλαδή ο Άνθρωπος. Ο έρωτας είναι πανταχού παρών. Δεν υπάρχει έργο του Χατζιδάκι χωρίς έρωτα, όπως δεν υπάρχει ζωή χωρίς έρωτα. Η έκταση κι η έντασή του σ’ όλες τις εκφάνσεις: Φιλί-φίλημα, χάδι, λεπτότατη ευωδιά αγάπης, φωτιά-κραυγή, μαράζι. Από την μια ο έρωτας γίνεται θρησκευτική τελετή, ένας λαϊκός Θεός, μια λειτουργία ... κάτι σαν τους εσπερινούς Αγίων σ’ ερημοκκλήσια μακρινά. Απ’ την άλλη, ένας μαίανδρος από κρυφές αυτοαναλύσεις, εξομολογήσεις και περιδιαβάσεις στον κληρονομημένο αθέατο χώρο της ψυχής μας. Περιθωριακές παρορμήσεις, σκοτεινές δυνάμεις που μας κυβερνούν και μας ωθούν… Μας οδηγούν αδίστακτα προς την πανάρχαια και τελειωτική μας διαδρομή. - Πότε πεθαίνει ο έρωτας; Πεθαίνει ποτέ; Πεθαίνει όταν παρεισφρήσει ο θάνατος. Όταν διχαστεί ο κόσμος στον απάνω και κάτω κόσμο. Όταν το μόνο που υπάρχει είναι η απουσία, η εγκατάλειψη, η απελπισμένη ανάμνηση. Το κρασί της λησμονιάς, η μάνα. Ο χωρισμός-καημός. Το κατευόδιο σε ένα λιμάνι ερημικό. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τα δημοτικά μας τραγούδια και σήμερα πάντα υπάρχει “αυτός που μένει". Πάντα έχουμε να κλάψουμε και να θρηνήσουμε ένα αδικοχαμένο παιδί, έναν ζωντανό που ‘φυγε για τον απάνω κόσμο, χωρίς να μας μιλήσει.... Είναι η μοίρα του ανθρώπου να γεννηθεί, για να πεθάνει. Να ερωτευτεί για να γευτεί το παν …πριν χαθεί οριστικά. Η μελαγχολία του Χατζιδάκι προκύπτει από αυτήν ακριβώς την μεταφυσική θέση. Η μουσική του δεν είναι άλλο παρά μια σήμανση του κόσμου μας και μια παραμυθία. Θέλει να μιλήσει για τον θάνατο και μιλά για τον έρωτα. Θέλει να μιλήσει για τον άνθρωπο και μιλά για την Αθηνά, την Γοργόνα και τον Μεγαλέξανδρο, τον Καραγκιόζη και τον Διγενή, τον κυρ-Αντώνη, τον Έκτορα, την Ελένη, την Ανδρομάχη, την Γογγύλα και την Μελισσάνθη. Η Οδός Ονείρων και η Ελλάς, η χώρα των ονείρων, ναι μεν είναι η Ελλάδα μας, αλλά είναι απλώς ο τόπος της ματαιότητάς μας, του ανεκπλήρωτου έρωτα της αιωνιότητας, της ανέφικτης και τραγικής ιδανικής ελευθερίας. Όλη αυτή η μυθολογία της Ελλάδας που έχτισε μαζί με τους φίλους του, δεν είναι άλλη από την απόλυτη πατρίδα, την καθαρή έννοια του ανθρώπινου τόπου. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει την θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότε πιστεύω πως θα συνδεθούμε με την πιο βαθιά παράδοση που είναι κι αυτή γνησίως ελληνική. Η Ελλάδα για τον Χατζιδάκι, όπως την βίωσε από το 1925 μέχρι το 1994, ήταν μια απάνθρωπη Ελλάδα, κι ας έκρυβε βαθιά μέσα της διαμάντια και πολύ φως. Γνώρισε μια Ελλάδα που σκοτώνει τα παιδιά της και μετά μοιρολογεί τον Τάνταλο, τον Σίσυφο, τις Δαναΐδες. Αυτή την Ελλάδα πάλεψε ο Χατζιδάκις να αλλάξει με το ήθος και τις αγωνίες του. Αυτή την Ελλάδα τραγούδησε, όχι μόνο για να την ενώσει, αλλά για να την διαιωνίσει. Κι αν είναι ή φαίνεται αυτή η οπτική εφηβικά μελαγχολική, την έκανε τραγούδι, την έκανε χορό, εικόνες, αισθήσεις, … την έκανε τέχνη και δεν την άφησε να πέσει στον μηδενισμό, στην αυτοκαταστροφή. Γι’ αυτό πάντα σχεδόν -στο τέλος από μια χαραμάδα- ξεχύνεται μια αισιόδοξη νότα. Είναι η διαφυγή, το όνειρο που δεν πρέπει να σβήσει μέσα στον ύπνο. Ο Χατζιδάκις απευθύνεται κατευθείαν στην ψυχή, λες και ξέρει το κλειδί της. Και έτσι, όπως είναι φυλακισμένη στην ασχήμια του κόσμου, της προσφέρει την ευκαιρία να δραπετεύσει να μιλήσει, να χορέψει, να τραγουδήσει, να κλάψει όπως εκείνη ξέρει. Και όλα αυτά με όχημα το όνειρο για τις άγνωστες και ανεξερεύνητες πλευρές της ζωής και της καταγωγής μας. Έτσι εξηγείται πώς με το τέλος της μουσικής το κενό είναι βαρύ, ο ακροβατισμός επικίνδυνος, η πτώση σίγουρη κι ένας κόμπος στο λαιμό, ένα δάκρυ ... Γνώριζε καλά την μαγική δύναμη της μουσικής του τέχνης αλλά επέμεινε ότι Εγώ ένας απλός μουσικός είμαι, φτιάχνω τραγούδια. Η οποιαδήποτε μαγεία ανήκει στον συναισθηματικό σας κόσμο.
Για αυτό λέμε πως ο Χατζιδάκις είναι ο μελωδός των ονείρων μας. Διότι, ύμνησε τον άνθρωπο μέσα από τα όνειρά του, τα όνειρά μας. Σκεφτείτε το, μας έδωσε ένα μαγικό μουσικό κουτί, σαν το συλλογικό ή ατομικό μας ασυνείδητο, όπου σκόρπισε με πολύ ευγένεια και ευαισθησία όλα τα αρχετυπικά σύμβολα και μύθους:
την θάλασσα, το πέλαγο, το άγριο κύμα, την ερημική αποβάθρα, τον ναύτη, τον βαρκάρη και τον καραβοκύρη
τον ουρανό, το σύννεφο, τον Νοτιά, το αγέρι, τα πουλιά (το περιστέρι και τον αϊτό), τα φτερά, την βροχή, τον Εσπερινό
την νύχτα, τ’ άστρα και το φεγγάρι, το βαθύ σκοτάδι, την χαμένη Κυριακή
τα παιδιά, το αγόρι, τον άντρα, την κοπέλα, την αρχόντισσα, την γυναίκα, μητέρα και αδερφή
την Παναγιά, τον Θεό, τον σταυρό, τ’ αστροπελέκι
τον καπετάν Μιχάλη και τον Κεμάλ, την Μαριάνθη, την Ρόζα, την Μπλάνς, την Ελένη, την Τζοκόντα
τα λουλούδια και άνθια (άσπρα γιασεμιά, τα κυκλάμινα, τον ανθό της πικροδάφνης)
Όλα αυτά τραγούδησε και τα ανακίνησε στην μαγική μουσική του σφαίρα. Σαν νιφάδες χιονιού. Έκανε την αλήθεια της ζωής τραγούδι ονειρικό και όλη του την μουσική …ένα όνειρο.
Σε λίγα λεπτά θα γευτούμε τέτοιες μουσικές στιγμές. Μα σαν ξαναμείνουμε μόνοι, ας θυμηθούμε εκείνη την κουβέντα: Αποτείνομαι στην πιο κρυφή ευαισθησία των νέων ανθρώπων κάθε ηλικίας.... Μέσα από τα τραγούδια μου θέλω να ενωθώ με την ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική κι ελληνική, και ας ξανακούσουμε το Χαμόγελο της Τζοκόντας ή τους Αντικατοπτρισμούς… ή όποιο άλλο βάλσαμο η ψυχή έχει ανάγκη …
Ενδεικτικές Πηγές Χατζιδάκις Μάνος, Μυθολογία, Ύψιλον, Αθήνα, 1980 Χατζιδάκις Μάνος, Μυθολογία Δεύτερη, (1968-1982), Άγρας, Αθήνα, 1982 Χατζιδάκις Μάνος, Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι, Ίκαρος, Αθήνα,1989 Χατζιδάκις Μάνος, Τα σχόλια του Τρίτου, Εξάντας, Αθήνα, 1980 Χατζιδάκις Μάνος, «Η ιδεολογία των χρωμάτων», περ. ΑΝΤΙ, τ.391, 30/12/1988 Αγγελικόπουλος Βασίλης, Φάρος στη σιωπή, Καστανιώτης, Αθήνα, 1997 Μυλωνάς Κώστας, Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού, τ.2-3, Κέδρος, Αθήνα 1992 Αφιέρωμα του περ. ΔΙΑΒΆΖΩ, τ.430, Ιουν.2002 Αφιέρωμα του περ. Η ΛΕΞΗ, τ.173, Ιαν.-Φεβ.2003 Αφιέρωμα του περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τ.75-76, Σεπτ-Δεκ.1994 Αφιέρωμα του περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τ.93-94, Σεπτ.-Δεκ.1997 Αφιέρωμα του περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τ.115, Ιαν-Μαρτ.2002 Αφιέρωμα της εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6/6/1999 Αφιέρωμα της εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/6/1995 Μαυρουδής Νότης, «Τρία χρόνια “απουσίας” του Μάνου Χατζιδάκι», περ. Η ΛΕΞΗ, τ.139 Παυριανός Γιώργος, «Μάνος Χατζιδάκις, για πάντα νέος», περ. BIG, τ.41, Ιουλ.2002
* Το κείμενο γράφτηκε επ’ αφορμή της ομώνυμης μουσικής εκδήλωσης του Μουσικού Σχολείου Σερρών (Σέρρες 25 και 26 Απριλίου 2004) και μέρος του αποτέλεσε η ομιλία μου στην εκδήλωση. Το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Δρομολόγιο”, αρ. 4, καλοκαίρι 2004.
Το πρόσωπο του τέρατος κι ο φόβος μήπως το
συνηθίσουμε
Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι
του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη
φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά...
Ο Φρανκεστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός
όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει
με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από
κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε
χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων,
βασανισθέντων και νεκρών. Και το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις
φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια
περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται
μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα που ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού
δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που
σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε
να φοβάται.
Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το
μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο,
ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό που βρυχάται. Τι να τους πω και πώς να τους
το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω
τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να
καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για
να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, η συνδιαλλαγή,
δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς
οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε;
Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή,
πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν
με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς. Κι ο εχθρός γεννιέται, δεν
γίνεται. Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον
εξαφανισμό μας.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη
του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο
δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα.
Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
– Πως
λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
– Βασίλης,
του απαντώ.
– Και
πού μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
– Πάνω
στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια.
Εκείνος
χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
– Εγώ
μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός.
Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει
ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός
σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα,
εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό
στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε
κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές
επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιριών αυτοκινήτων,
στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, που επιζητούν να σπάσουν τα
πολύχρωμα λαμπιόνια για να μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τις πόρνες, τα
νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες.
Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα
πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας.
Ζήτησα να επανέλθω στη ορθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει
στο μεταξύ και η εφαρμογή του Οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά
της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι
εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζή.
Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν
την παράστασή τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά
στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και
αποσύρεται εις τας μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι
κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας
μεγαλείο. Και τρέχουνε στις Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται
γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Η κλασική μας Μουσική
γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ο κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο
Ταμείο.
Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της
κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το
τέρας;
Θυμάστε τι έγινε στην «Ερωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ο
κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά. Κι
έτσι, όταν παρουσιαζότανε η μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ
βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο
Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του αγαθού
αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπό του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό
του Πανάρετου, ο Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον
θανατώνει και τον εξαφανίζει. Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών, και
δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του
τέρατος.
(Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978)
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι
Ο Μάνος Χατζιδάκις τον Φεβρουάριο του 1993 έγραψε και δημοσίευσε το κείμενο στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που έδωσε η Ορχήστρα των Χρωμάτων. Το κείμενο δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.
Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ' αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ' αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.
(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι' αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν' αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να 'μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.
Θα φέρει η θάλασσα πουλιά Πριν το χάραμα μοναχός κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι Να κόψω ένα λεμόνι να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά Η νύχτα φεύγει ολόχαρη να σου φιλούν το χέρι. Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει
Χάρτινο το φεγγαράκι
Αν παρήλθον ψεύτικη ακρογιαλιά Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι αν με πίστευες λιγάκι Σιγανά σιγανά, σιγανά και ταπεινά θα `σαν όλα αληθινά. Δίχως τη δική σου αγάπη Μια θάλασσα μικρή γρήγορα περνά ο καιρός. Ιτιά ιτιά λουλουδιασμένη δίχως τη δική σου αγάπη Μαράθηκε μαράθηκε η ... είναι ο κόσμος πιο μικρός. Αι γενέαι αι πάσαι Αν με πίστευες λιγάκι θα `σαν όλα αληθινά.
και η άλλη έκθεση μόνιμη στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Πινακοθή "Κωνσταντίνος Ξενάκης", όπου ο καλλιτέχνης (1931-2020) ουσιαστικά αυτοβιογραφείται (και ανάμεσά τους το βiβλίο της Ζωής "Stop").
Αφορμή για έναν εικαστικό περίπατο αυτογνωσίας μέσα από την τέχνη.
Αναζητώντας το θέμα μας για το διαδικτυακό Project του 2026 με ανοικτή πρόσκληση κατάθεσης προτάσεων, θέσαμε τις προτάσεις αυτές σε ψηφοφορία επιλογής.
Έτσι, ψηφίστηκε το θέμα: Η «Τοπογραφία» της Φαντασίας*, που πρότειναν η Μαριάννα Δώδου και η Ντίνα Παπούδα, με την ακόλουθη υποστήριξη: Η φαντασία συνιστά εκείνη τη μεταίχμια –στοχαστική και συνάμα μορφοποιητική– δυναμική του χιάσματος σώματος - πνεύματος, η οποία διανοίγει στον άνθρωπο μια προνομιακή προοπτική: τη σύσταση της εσωτερικής «τοπογραφίας» ενός «ενδιάμεσου κόσμου», όπου οι υλικές μορφές διαποτίζονται με νόημα και τα νοήματα μετασχηματίζονται σε αιθέριες μορφές. Η ιδιοσυστασία αυτού του κόσμου αποτελεί ένα γοητευτικό πεδίο φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής αλλά και (δια-)προσωπικής διερεύνησης. Ο Ficino εκλαμβάνει τη φαντασιακή «τοπογραφία» ως τον ενδιάμεσο χώρο σύζευξης υλικότητας και πνευματικότητας, ενώ ο Bruno αναγνωρίζει σε αυτήν μία ποιότητα απειρότητας, ως αντανάκλαση του συμπαντικού απείρου. Ο Böhme τη συλλαμβάνει ως μυστικό πεδίο μετοχής του ανθρώπου στη θεϊκότητα, ενώ ο Nietzsche την προσεγγίζει ως μία διονυσιακή «τοπογραφία», όπου το χάος οργανώνεται σε σκηνές δημιουργίας και ανατροπής αξιών. Ο Bergson τη νοεί ως δυναμικό «χάρτη» μνήμης και αδιάλειπτης ροής εικόνων, ενώ ο Bachelard αναδεικνύει ποιητικές «τοπογραφίες» (νερό, φωτιά, αέρας, γη) διαμονής της φαντασίας. Ο Durand την καταγράφει ως συλλογικό «γεωσύστημα» αρχετύπων, ενώ ο Corbin θεμελιώνει τη λογική και την αλήθεια του mundus imaginalis, του «φαντασικού κόσμου» των οραματικών μορφών. Μένει στον καθένα χωριστά να αναμετρηθεί με τη μυστική δυναμική αυτού του εσωτερικού «χάρτη», ο οποίος μεταμορφώνεται καθώς κινούμαστε μέσα του, την ίδια στιγμή που αυτός κινείται μέσα μας, ανασυσταίνοντάς μας.
Με το καλό, λοιπόν, αν έχουμε διάθεση και χρόνο για συμμετοχή στις διαδικτυακές συναντήσεις (Γενάρη-Μάρτη 2026) να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για τις όποιες παραμέτρους της Φαντασίας ενδιαφερόμαστε να εισηγηθούμε.
Να είμαστε όλοι καλά και με το καλό να ξανασμίξουμε!
* Το θέμα της Φαντασίας είχε προτείνει πέρυσι και η Χριστίνα Παπαδημητρίου.